Κάθε παλάμη του δρόμου Αργοστόλι-Πόρος περνώντας από τον Κατελειό και τη Σκάλα είναι καρφωμένη από ένα θανάσιμο πάσσαλο. Η πέτρινη καρδιά της ωχρής γης του νησιού μου αιμορραγεί απ’ το ύπουλο ξίφισμα και το ματωμένο ρυάκι φτάνει ως τις ακρογιαλιές και τα βαθυγάλανα νερά του για να τα μεταμορφώσει σε πορφυρά και κερασένια ίδια όπως μεταλλάσσουν το χρώμα τους τα σύκα από σμαραγδόχρωμο άγουρο βαθύ σε κείνο το σγουρό μαβί, ρυτιδωμένο κι άστατο. Οι διχάλες φέρουν καρφωμένες πάνω τους τετραγωνισμένες πινακίδες χαραγμένες με την ίδια βαρετή κι ενοχλητική φράση: Πωλείται! Πωλείται οικόπεδο, πωλείται οικία, πωλείται μονοκατοικία, πωλείται πανσιόν, πωλείται καράβι! Πωλούνται ψυχές ερειπωμένες, γκρεμισμένες… Η Κεφαλονιά πωλείται ολάκερη. Δεν ξέρω αν είναι απ’ τη χρηματική λαιμαργία που ξαφνικά εκούρλανε τους παλαβούς μου συντοπίτες ή μάλλον η ανάγκη που σκάβει στις τσέπες τους και απειλεί το βιός τους. Στην τελική ευθεία του επαρχιακού Σκάλα-Πόρος, οι σταυρωμένες ταμπέλες μπηγμένες στο χώμα κάθε πέντε μέτρα γραμμικά κι από τις δυο πλευρές του δρόμου μοιάζανε σαν το πιο ανατριχιαστικό μονοπάτι για το Γολγοθά. Μια μοντέρνα ρότα για τη Γεσθημανή σπαρμένη σταυρούς και καρφιά οξειδωμένα. Πρώτα η οικονομική κρίσις χάρη στην “αλληλεγγύη” των σταυροφόρων συμμάχων. Τώρα αυτό το ηλίθιο κορονοσκουλήκι που αποτελείωσε την ελάχιστη αισιοδοξία των Κεφαλλήνων του νησιού συνηθισμένοι στην περίσκεψη αλλά και την απραγία.
Σχεδόν όλα τα εμβληματικά ξενοδοχεία του νησιού πέντε, τεσσάρων και τριών αστέρων είναι σφαλισμένα και σιωπηλά σαν φαντάσματα αφανισμένα κάτω απ’ εκειό το αγχωτικό φως που σκορπάει ο βασιλικός αστέρας που λάμπει στο Ιόνιο. Σαν σε έργο του Ταραντίνο ορφανό από πιστολιές, εκρήξεις, τέρατα και διαβολικές καντίνες και που μόνο ορισμένοι άσκιαχτοι τουρίστες περιπλανιούνται σαν ψυχές ξεστρατισμένες τριγύρω απ’ τις σφραγισμένες πισίνες των εγκαταλειμμένων resorts. Τι τυχεροί που ‘μαστε και βρήκαμε την Αύρα. Δεν μας έλειψε η μακρόστενη πισίνα της γεμάτη με πράο και διάφανο νερό που στέκονταν παρέκει για να συμπληρώσει την κινηματογραφική διακόσμηση θροΐζοντας την πλαστική ταινία με το απαγορευτικό μήνυμά της που διακρινόταν από μακριά. Γιατί να νοσταλγήσουμε την αγκαλιά της αφού σε 71 σκαλοπάτια βάθος καρτερούσε ο Μακρύς Γιαλός; Θα άλλαζα ευχάριστα τον τελευταίο στίχο από μια απ’ τις πιο όμορφες στροφές του τραγουδιού του Leonard Cohen που τόλμησα να συμπεριλάβω στην ερωμένη της Λαγκούνα, A Thousand Kisses Deep, με αυτή την καινούργια παραλλαγή:
Ποιος πρόσφερε την παγερή του ανάσα
και τη μορφή που πήρε για καλό μου;
Ποιος ήταν πριν και που σε πήγε τάχα;
…Χίλια φιλιά (71 σκαλιά) απ’ την άβυθό μου.
Με γέμισαν θλίψη οι άδειοι δρόμοι της βρετανικής Σκάλας. Και οι αυλές της ξερακιασμένες στον ήλιο. Κι η μακριά κρεμεζί ακρογιαλιά της, και οι έρημες σκιές απ’ τις λεύκες που ξεχείλιζαν άλλοτε γεμάτες από εμπριμέ πολύχρωμες πετσέτες και κοκκινισμένα κοκκινοβάτραχα κορμιά από νυσταλέα απ’ τις μπύρες Εγγλεζάκια. Πάντα μου ‘πεφτε βαριά αυτή η μικρόπολη του νότου, ακριβώς για αυτή την εισβολή των ξεροψημένων και αφρομουσκεμένων βάρβαρων Σαξόνων. Αλλά αυτή η απελπισία που μας έζωσε διασχίζοντας τους πλατιούς δρόμους της μέχρι να κατασταλάξουμε αν θα μέναμε για έναν καφέ ή θα την εγκαταλείπαμε στην τύχη της μ’ έκανε να το μετανιώσω για τόση εχθρότητα. Τι φταίξιμο είχαν οι παλαίχθονες Προνναίοι αν ο βιοπορισμός τους εξαρτιόταν αποκλειστικά σχεδόν από την αγήραστη στερλίνα. Και τώρα που όχι μόνο είχαν βγει πρώτα απ’ την Ευρώπη αλλά από πάνω ο κύριος Covid ή ο κύριος Alexander Boris de Pfeffel Johnson τους απαγόρευσαν την έξοδο προς τη Μεσόγειο… Πώς θα επιζούσαν; Αποφασίσαμε πως θα ‘ταν μεγαλύτερη η πίκρα να περιτριγυρίζεσαι από άδειες καρέκλες απ’ το να αφήσεις ένα ελάχιστο όβολο στα άδεια ταμεία μιας στοιχειωμένης Σκάλας που όμοια δεν είχα ποτέ μου αντικρύσει σ’ αυτά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Έτσι πήραμε την απόφαση να συνεχίσουμε την πορεία μας μέχρι την αποβάθρα του Πόρου.
Αν χάσεις το ταξίδι από τον Πόρο στην Κυλλήνη δεν έχεις χάσει τίποτα. Αν χάσεις την υπερ-επικίνδυνη διαδρομή από Κυλλήνη μέχρι την Πάτρα μπορεί να ‘σαι καλοτυχος. Και η καινούργια εθνική από τη Πάτρα ως την Αθήνα νυχτιάτικα δεν έχει καμιά ομοιότητα με οποιαδήποτε φιλική ρότα στο εσωτερικό της χώρας. Πρόταση λοιπόν από κάποιον που ‘χει δοκιμάσει όλους τους δρόμους που οδηγούν στην υπεραιώνια πόλη. Διαλέξτε τον Αστακό πριν από την Κυλλήνη ή αν όχι προτιμήστε μια ώρα παραπάνω θαλάσσιας διαδρομής για να φτάσετε από την Σάμη στην Πάτρα. Το ταλαιπωρημένο κορμί σας θα το χαρεί στο τέλος της μέρας. Ο Αστακός ελλείψει μελλοντικών και επιθυμητών εκπλήξεων εκ μέρους του Μεσολογγίου όχι μόνο προσφέρει ένα όμορφο ναυτικό ταξίδι ανάμεσα από Εχινάδες και Δραγονέρες, αλλά επιπλέον προσφέρει μεγαλύτερη φιλικότητα, προστασία και ανθρωπιά. Παρότι το μοναδικό και γέρικο καράβι δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνα της Πελοποννήσου ούτε στην άνεση, ούτε στους χώρους, ούτε στην περιοδικότητα. Αλλά θα ‘λεγα πως η ανθρωπιά υπερκαλύπτει όλα τ’ άλλα. Όσο πιο φιλική είναι η διαδρομή τόσο πιο ξεκούραστος φτάνει ο ταξιδιώτης στον προορισμό του…
Μιλώντας για φιλοξενία και φιλικότητα. Για τις φιλίες αφήνεις την κούραση να ξεθυμάνει για λίγες ώρες πάνω σ’ ένα ανυπόμονο κρεβάτι κι ύστερα δίχως να το πολυσκεφτείς με κείνη τη δίψα που αφήνουν δεκάχρονα απουσίας μακριά από την νοσταλγική χώρα, σαν τον Οδυσσέα που μόλις μπόρεσε ν αντικρύσει από μακριά την καπνοδόχο απ’ το παλάτι του πριν τον παρασύρουν ξανά απόμακρα άλλα άστοργα κύματα, παίρνεις ανάσα για να στυλωθείς και να ξανασμίξεις με φίλους αγαπητούς και πεθυμημένους. Και αναθυμάσαι πως μπορεί η τελευταία φορά που ανταλλάξατε ένα φιλί αντάμωσης ή αποχωρισμού να ήταν κάπου στο 1996. Και πώς πέρασαν είκοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια γεμάτα ερωτηματικά. Τότε, η Εβίτα μόλις συμπλήρωνε κάτι λίγα χρόνια. Και λιγότερα έφερε η μικρή της φίλη που σήμερα είναι σπουδαία δικηγόρος σε μια από τις σοβαρές ναυτιλιακές της Ελλάδας. Ήταν τότε που εκείνη τις οδήγησε απ’ το χεράκι για να αξιώσει ένα αυτόγραφο για κάθε μιά, από την πιο λαοφίλητη ηθοποιό της εποχής που λαβωμένη ήτανε θανάσιμα από την επάρατο νόσο. Και μάρτυρας είμαι πως το πέτυχε μιας κι οι δυο τους κρατούν ακόμα τη στιγμή βαθιά στη καρδιά και το θυμητικό τους. Το θεατρικό λεγόταν η Μελωδία της ευτυχίας και η ηθοποιός ήτανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη! Η Αντζελίνα νόμιζε πως όλα είχαν συμβεί μόλις πριν λίγες ώρες…
Πριν κάποιο καιρό είχα αναρτήσει ένα post κάτω από ένα τραγούδι απ’ εκείνα που ανεβάζαμε στο Youtube των κοριτσιών στη διάρκεια του μισητού εγκλεισμού τούτο τον ανεπανάληπτο και αποτροπιαστικό χειμώνα σχετικό με εκείνες τις φιλίες που αντέχουν και διαρκούν στο χρόνο παρά τις απουσίες. Κι είχα καταλογίσει με αυτές τις φράσεις τη λήθη και την εγκατάλειψη:
«Οι παλιές φιλίες τελειώνουν όταν το ρήμα αγαπάω παύει να κλίνεται στον ενεστώτα και αποδίδεται στον παρατατικό!… —όταν αγαπούσες. Στον αόριστο!… —όταν αγάπησες.
…Ή στον υπερσυντέλικο!… —όταν είχες αγαπήσει!»
Κάποιες απ’ αυτές τις φιλίες δεν τελειώνουνε ποτές έστω κι αν χωρίσουν οι δρόμοι που τους οδηγούν σε όνειρα αντίστροφα κι αν τα βλέμματα χάνονται ανανταπόδοτα και οι στόχοι σέρνουν μαζί τους την καθημερινότητα. Μια απλή μετακίνηση ακόμα και στον ίδιο χώρο, μια στιγμή αφέλειας, η κακούργα μονοτονία της κάθε μέρας, μια φυσική απατηλή απόσταση, υφαίνουν μια ακατανόητη υπερβολή που δεν μπορείς να αφήσεις ποτέ να μεταμορφωθεί σε ένα ουράνιο τόξο που εμφανίζεται και χάνεται μόλις το υδάτινο κορμί του δέχεται τις δολοφονικές αχτίνες του άστρου βασιλιά. Ωστόσο και τα αναπαντήματα είναι συνήθως έντονα, ανέγγιχτα, διψασμένα, συναρπαστικά και μεταποιητικά αν τα διατηρήσαμε πλάι στην επιθυμία όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας. Παρόλες τις αμφιβολίες της παιδικής μου φίλης είναι ικανά να γεμίσουν όλα εκείνα τα κενά που η φυσική απομάκρυνση έχει προκαλέσει αν η βούληση κι η πεθυμιά κρατιέται αδιάρρηκτη κι αισιόδοξη. Αν και σε κάτι έχει δίκιο η Χριστίνα. Οι ποιητές ξεχνιόμαστε συχνά στις άυλες απουσίες και τρεπόμαστε στο κυνήγι των ξωτικών και των νεράιδων. Όμως πρέπει να την πείσω πως δεν είναι η δική μου περίπτωση γιατί εγώ δεν είμαι ποιητής!
Μ’ αρέσει στη ζωή να γίνομαι οδοιπόρος. Caminante όπως ποιούσε o Matsado, αν και η ελληνική λέξη είναι συγκλονιστική, μοναδική στο είδος της. Οδοιπόρος, καβαλώντας τα όνειρα, τη φαντασία και τις ελπίδες κι οδοιπόρος πάνω στη φέρμα γη και τα υπέροχα μονοπάτια της. Οδοιπόρος πάνω στη θάλασσα και στις γαληνεμένες ρότες και ανάμεσα στα φαράγγια της τα βαθιά της και τ’ ανίδωτα. Μα είναι ώρα να γυρίσουμε ξανά στον πρότερο σκοπό μας που ‘ταν να διηγηθούμε μ’ όλες τις λεπτομέρειες τούτο το ταξίδι της μάσκας και του σκόλοπα!
Πως θα μπορούσα αλλιώς να κατάφερνα ν’ αποτυπώσω ύστερα από τόσο καιρό τα συναισθήματα, τις περιπέτειες και τα παιδέματα σε κείνο το ταπεινό αλλά festivo bilinguay σε τόνο τόσο εύθυμο; Γιατί πάντα υπάρχουνε καρδιές που λαχταράνε να μάθουνε για κατορθώματα και ρομάντζα και κάποιες φορές δεν τα ανακαλύπτουν γιατι εκείνη η συγκεκριμένη ιδιωματική απουσία αφήνει δίχως να το θέλει ένα αποτυχημένο συναίσθημα συνενοχής και ιδεοληψίας που ουδέποτε δεν το ‘χε φανταστεί ούτε στοχεύσει.
Δεν θα αναφερθώ στις μέρες της Αθήνας με λεπτομέρειες γιατί διαβαίνουν λίγο βαρετές και αγχώδεις ιδιαίτερα στην απειλούμενη Γλυφάδα για το φόβο που εμφυσάει ο δειλός κορονοιός. Αλλά με διασκεδάζει διαβολικά όταν βλέπω τον εαυτό μου να υπογράφει e–mails και μηνύματα σε γνωστούς τελειώνοντας πάντα με τις απαράδεκτες φράσεις που μας έγιναν υποχρεωτικές κι αξαφνα μου φαίνονται σαν να βάζω μια θηλειά γύρω απ’ το λαιμό του αποδέχτη όταν αντί για μια τρυφερή αφιέρωση κι ένα γλυκό αποχαιρετισμό του πλασάρω κάτι σαν κι τούτο: “Να προσέχεις πολύ” ή “Σε παρακαλώ, πρόσεχε πολύ πολύ”. Ή το ακόμα πιο τρομαχτικό, “Σε παρακαλώ, μείνετε σπίτι σώοι… και προσέξτε πολύ. Σας ικετεύω”. Κι αναρωτιέμαι. Ναι, βέβαια. Είναι το πιο συνετό, κι είναι δίκιο να εύχεσαι στους ανθρώπους σου που αγαπάς να προσέχουν. Αλλά μπορείς να τους εγγυηθείς για πόσο καιρό ακόμα; Γιατί αλλιώς, ποια είναι η διαφορά να ‘χεις σωθεί από το πρώτο, το δεύτερο ή το δέκατο κύμα και ξαφνικά όταν νόμιζες πως το ‘χες ξεπεράσει και συνεχίζεις σώος και αβλαβής να πέσεις θύμα μιας απλής απροσεξίας κατά τη διάρκεια κάποιων αθώων και αναπόφευκτων γενεθλίων! Νομίζω πως σαν τρομερή εκδίκηση για τις σκέψεις μου και τους συλλογισμούς μου έλαβα σήμερα πρωί μια απάντηση ακόμα πιο ανατριχιαστική κι από πάνω σε μια γλώσσα που δεν περιέχει ούτε ίχνος τρυφεράδας. Το μήνυμα αντί να κλείνει τη θηλειά την άνοιγε μ’ αυτόν τον αβάσταχτο τρόπο: First of all, wish you to be safe, due to Covid-19 pandemic. Κι ύστερα συνέχιζε με κάτι εντελώς άσχετο με τον ιό και τις απειλές του…
Αυτό πλέον ήτανε εξωφρενικό. Ελπίζω πως ποτέ δεν θα φτάσουμε στην ακρότητα να κλείσουμε μια ερωτική επιστολή υστερογράφοντας… “Σε νοσταλγώ και μου λείπεις. Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ και μ’ όλη μου την καρδιά εύχομαι ποτέ να μη μπορέσει, αυτό το παράξενο και μισητό Ον που ονομάζουν Mr. Covid, να μας χωρίσει!”
Είναι 24 Αυγούστου κι η κυρία Βιολέτα από το ρετιρέ παρουσιάστηκε πρωί πρωί με μια τούρτα -ένα καραμελωμένο μαρπιζάν- και δυο κεράκια αρωματισμένα που συμπλήρωναν την ώριμη ηλικία της για να γιορτάσει μαζί μας τα γενέθλιά της. Όταν της είπα πως και κείνη σήμερα θα ‘χε κλείσει τα ίδια χρόνια έμεινε εκστατική, ζήτησε συγνώμη και θέλησε να αποτραβηχτεί με την τούρτα μισανοιγμένη και τα κεράκια μισαναμμένα και σφιχτοκρατημένα στα δάχτυλα, σαν να ‘χε διαπράξει κάποιο αποκρουστικό έγκλημα. Όμως η Εβίτα δεν αφήνει ποτέ μια τέτοια ευκαιρία να πάει στράφι δίχως να φυσήξει τα κεράκια των αλλουνών και δίχως να τραγουδήσει το “να ζήσεις και χρόνια πολλά” κι έτσι η κυρία το ξανασκέφτηκε αφού της εξηγήσαμε πως για μας θα ‘τανε χαρά μας να ζήσουμε αυτή την όμορφη και συμπωματική συγκυρία και πως ενθουσιασμένοι θα κρατούσαμε τα κομμάτια της τούρτας που μας έπεφταν. Κι όχι μόνο αλλά θα ζητούσαμε να μας φέρουν και ντελίβερυ φρέντο καπουτσίνο για να τα συνοδεύσουμε. Πώς παρουσιάζεται η άγια σύμπτωση σε τούτη τη ζωή! Λίγους μήνες πριν είχα σβήσει από το προφίλ της την ημερομηνία των γενεθλίων της γιατί ήτανε πολύ συγκινητικό να δέχεσαι κάθε χρόνο δεκάδες ευχές που δεν σου ανήκουν. Και τώρα εκείνη η αρχοντοξεπεσμένη κυρία, παρατημένη από έναν σύζυγο παράλογο και κακομεταχειριστή, και που ως τώρα είχε νικήσει δυο φορές τον καρκίνο που συνεχώς την απειλούσε, —και που πάλι συμπωματικά ο βασανιστής της δεν κατόρθωσε να τον ξεπεράσει κι έτσι πρόσφερε μεγάλη χάρη στη ζωή της—, εμφανίστηκε με κείνη την πρόταση των διπλογενεθλίων δίχως να το φανταστεί και κάνοντας την Εύα δυο φορές ευτυχισμένη. Μιά που της θύμισε με τέτοια τρυφεράδα τη μαμά της και την άλλη που της επέτρεψε να καταβροχθίσει κι άλλο κομμάτι από γλύκισμα ύστερα από την διπλή μερίδα του πρωινού που περιλάμβανε ένα προφιτερόλ και κείνο το στρογγυλό πειρασμό που έξω στο Καναδά το λένε πάστα με κρέμα Μπόστον κι εμείς εδώ απλά το λέμε, Κωκ! Η Chifae προμάντεψε μια ακόμα αύξηση πεντακοσίων γραμμάριων στην φινετσάτη σιλουέτα της νεαρής μας, υπόσχοντας πως, με το γυρισμό στο σπίτι, θα της το αφαιρούσαμε με βάση σαλατικά και φυτικές ίνες…
Η ίδια η θεά σύμπτωση που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν casualis temere, ευνόησε όπως εχθές νωρίς να αποδημήσει, αψηφώντας ετούτον τον βλακώδη ιό, η πιο εύγηρη κυρία της χώρας, στα 112 της χρόνια. Και σήμερα την ίδια ώρα που η Κα Βιολέτα φυσούσε ταυτόχρονα με την Εύα τα κεράκια μας άφησε ο πιο ρομαντικός τροβαδούρος του νέου κύματος των 60´s και 70´s, ο εξοχότατος Γιάννης Πουλόπουλος, ο πιο τρυφερός ερμηνευτής εκείνης της μακρινής και μοναχικής Κόρδοβας.
Και μιά και συνεχίζουμε με τις συμπτώσεις και το τυχαίο μόνο πριν δυο μέρες κείνη η εμβριθής φίλη της εφηβείας δειπνώντας στο dulcis in fundo εν μέσω μακράς σιωπής, μια και είμαστε οι μοναδικοί πελάτες σ’ όλο το χώρο, μας χάρισε ένα από τα μαγικά κουτιά της που μοντάρει και στολίζει στις λίγες ελεύθερές της ώρες γιατί τον περισσότερο καιρό της τον αφιερώνει στο βωμό του εφοπλιστικού καπιταλισμού που μόνο ξέρει να ανταμείβει με τη σκληράδα του και την αμαλαξιά του. Μια ευχάριστη έκπληξη που δύσκολα δέχεται λεπτομέρειες. Έτσι αποφασίσα, σήμερα μέρα των γενεθλίων της, να την παρουσιάσω απλά στο ταπεινό μας blog, εμπιστευόμενος στην μαεστρία της Chifae με τη κάμερα, σαν εξώφυλλο αυτουνού του πέμπτου οδοιπορικού που συνεχίζει το δρόμο του πιο μασκαρεμένο.
Μεταφράστηκε γρήγορα απλά και κακομαθημένα γιατί δεν θα μπορούσα να χαλάσω το χατίρι μιας μαγικής κασετίνας…