ΕΡΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
«Ήταν αναπόφευκτο: Η μυρουδιά των πικραμύγδαλων του θύμιζε πάντα το πεπρωμένο των αδικημένων ερώτων».

Πρότυπη φωτογραφία της Maite Pierra Ο καρπός της αμυγδαλιάς είναι ο βασιλιάς της ζαχαροπλαστικής αλλά και της αισθητικής. Εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από την ομηρική εποχή. Καρποί ζηλόφθονα κρυμμένοι κι ασυναγώνιστοι, που οι ρωμαίοι ονόμαζαν nux graecum (ελληνικό καρύδι). Η αμυγδαλιά είναι το δέντρο που η άνθιση του διαλαλεί τον άμεσο ερχομό της άνοιξης. Αυτό το δέντρο είναι το σύμβολο που θυμίζει τον μεγάλο Καζαντζάκη και την αιωνία έρευνα του “άγνωστου”, που μας καλεί να μαντέψουμε όλοι μας μια σταγόνα αυτής της άγνωστης ύπαρξης, ανάμεσα απ´ το φύλλωμα του. –Είπα στη μυγδαλιά… «Αδελφή μίλησέ μου για τον Θεό κι η μυγδαλιά άνθησε»”.
Έτσι αρχίζει ένα από τα επίσης “αναπόφευκτα” διηγήματα: Ο έρωτας στα χρόνια της Χολέρας. Και δεν αρχίζει έτσι από σύμπτωση αλλά επειδή ο Γαβριήλ Γκαρθία Μάρκεθ, ένας συναισθηματικός τύπος, διαποτισμένος από τους κλασικούς, είχε συνειδητοποιήσει ιδιαίτερα πως ο έρωτας και τ’ αμύγδαλα υπήρξαν πάντα σύντροφοι περιπετειών ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα των βιβλίων, εδώ και 5.000 χρόνια. Πάνω από όλα σ’ αφηγήσεις μελαγχολικές ή ανεκπλήρωτες γιατί οι αγχογόνοι έρωτες είναι οι πιο παθιασμένοι κι αφήνουν στα χείλη εκείνη την δυσάρεστη μυρουδιά του πικραμύγδαλου, που από αμέλεια ξεχάστηκε στην μάζα της αμυγδαλόπιτας ανάμεσα από τα υπόλοιπα –γλυκά- αμύγδαλα.
Η Αμυγδαλιά ήταν μια λιανοκαμωμένη κοπελιά που ζούσε σε ένα πετρόπυργο στην Ελλάδα, κάπου στη Μάνη πιθανώς, εκεί που τα πυργόσπιτα είν’ αψηλά κι επιβλητικά. Η νεαρή κοπέλα ήταν τόσο ντελικάτη που η μητέρα της δεν την άφηνε να βγει έξω το χειμώνα μη και κρυολογήσει -έτσι φιλάσθενη που ήταν- κι έτσι η δύστυχη περνούσε τους μακρόσυρτους χειμώνες ατενίζοντας με βαριεστημάρα, πίσω απ’ τα θυρόφυλλά, τη βροχή να πέφτει, το χιόνι να ασπρίζει, τις αυλές και τα δεντρόφυλλα να κλυδωνίζονται διώχνοντας με το θόρυβο τους τα πουλιά απ’ τα κλαριά τους. Κείνα τα πουλιά που προσμέναν την άνοιξη και τον ερχομό των πρώτων λουλουδιών να ζωντανέψουν τον κήπο, έτσι όπως η Περσεφόνη είχε γυρίσει αναστημένη απ’ τον Άδη.
Μια μέρα, ο παγερός άνεμος του βοριά, ο Βορέας, ούρλιαξε και σάρωσε τη γη, μαστιγώνοντας τα παράθυρα, τριζοκοπώντας τα κρύσταλλα του πύργου, τρομάζοντας την Αμυγδαλιά που έσκυψε να δει με περιέργεια τι να συνέβαινε. Ο Βορέας την αντίκρισε μόνο για μια στιγμή και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα -όπως ακριβώς συμβαίνει τακτικά στα παραμύθια-, και το πρώτο που συλλογίστηκε ήταν να ντυθεί ανθρώπινη μορφή για να κατακτήσει την αγγελική εκείνη οπτασία. Κι επειδή –υποθέτουμε- θεόκουτος δεν ήταν, μεταμορφώθηκε στο πιο αισθησιακό κι ανδρείο παλληκάρι που κανείς δεν μπορούσε να μην υποκλιθεί στην ομορφιά του, κι έκαμε την τρυφερή καρδία της αμυγδαλιάς να χτυπά ακανόνιστα για πρώτη φορά. Τικ τακ τακ…
– Γιατί δεν αφήνεις το παράθυρο κι έρχεσαι να σε δω από κοντά;
– Δεν με αφήνει η μάνα μου μες στο χειμώνα. Αν θες ξαναγύρνα το καλοκαίρι όταν θα μπορώ να βγω στον κήπο.
– Το καλοκαίρι θα ‘ναι αργά και μου είναι ολωσδιόλου αδύνατο. Εγώ είμαι άνεμος βορεινός και για τότε με περιμένουν σ’ άλλα μέρη. Πες στη μάνα σου πως θέλω να σε παντρευτώ και τίποτα δεν θα μπορέσει να μας σταθεί εμπόδιο.
Τόσο πειστικός έγινε ο άνεμος που η λυγερή δέχτηκε για μια στιγμή –ενθουσιασμένη- να ανοίξει το παράθυρο και να τον αφήσει να μπει στο δωμάτιο της. Τότε -ανυπόμονος ο αρρενωπός Βορέας- την αγκάλιασε με δύναμη και λαχτάρα. Η αθώα κι ανέμελη Αμυγδαλιά αισθάνθηκε το παγερό κρύο που ανέβλυζε απ’ τα στυγερά του μπράτσα να εισχωρεί στο κορμί της παγώνοντας τα στήθια της, το λαιμό, την ανάσα, τη ψυχή της. Έπεσε νεκρή μονοστιγμίς, δίχως πνοή, μπρος στα θλιμμένα μάτια του απαρηγόρητου αγέρα που θωρούσε ακόμα απορημένος τα κατάψυχρα δολοφονικά χέρια του. Ύστερα δίχως ν’ αρθρώσει λέξη εξαφανίστηκε στον ορίζοντα παίρνοντας τη μορφή ενός αφηνιασμένου ανεμοστρόβιλου.
Στο ίδιο μέρος που ενταφίασαν την αδικοχαμένη κόρη-διηγείται ο μύθος- φύτρωσε και μεγάλωσε ένα φεγγαρόμορφο φυλλοβόλο δέντρο με μικρά λευκά άνθια. Κάθε χρόνο με τις καλοσύνες του Γενάρη εμφανίζονταν οι πρώτοι βλαστοί κι όταν μπουμπούκιαζαν κι άνοιγαν, φυσούσε ο αγέρας του βοριά και ταρακουνούσε τα κλαδιά προσπαθώντας να τα ξεγυμνώσει. Έτσι έγινε εκείνη η ανθισμένη αμυγδαλιά, η γνωστή μας νυφούλα του Βοριά!
Η σχέση της αμυγδαλιάς και του ερώτα είναι ορατή σ’ όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Και η ιστορία είναι γεμάτη παραπλήσιους μύθους, όπου πάντα κάποια ντελικάτη κοπελιά ερωτευμένη, πεθαίνει από έρωτα και στη θέση της φυτρώνει μια “Prunus dulcis”, μια αμυγδαλιά που ανθίζει μες στο καταχείμωνο σαν να προαγγέλλει μια πρώιμη άνοιξη. Για μένα το ποιο δακρύβρεχτο ρομάντζο είναι αυτή της Φυλλίδας και του Δημοφώντα. Ο Δημοφώντας ήταν γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Γυρνώντας από τον πόλεμο της Τροίας, φτάνει στις ακτές της Θράκης όπου η Φυλλίς η κόρη του βασιλιά τον ερωτεύεται παράφορα προσφέροντας το βασίλειο της σαν προίκα στο γάμο τους. Επειδή ο Δημοφώντας έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του της έκαμε όρκο πως θα επιστρέψει όσο γίνεται συντομότερα κι αυτή του χάρισε ένα μαγικό σεντούκι που δεν έπρεπε ν’ ανοίξει ποτέ εκτός κι αν για κάποιο λόγο θα ‘χε χάσει την παραμικρή ελπίδα γυρισμού κοντά της. Αλλά ο καιρός περνούσε κι αυτός δεν εμφανιζόταν. Η Φυλλίς κατέβηκε μέχρι εννιά φορές ως την ακτή, ψάχνοντας με το βλέμμα ν’ αντικρύσει τα πανιά του στον ορίζοντα. Μάταια. Έτσι, χάνοντας όλες τις ελπίδες αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της περνώντας μια θηλιά στο λαιμό της, που ‘χε κρεμάσει στα τα κλαριά ενός ανθισμένου δέντρου που απ’ εκείνη τη στιγμή μεταμορφώθηκε σε μια αμυγδαλιά.
Όπως προσδενόταν, ο Δημοφώντας, άνοιξε κάποια στιγμή το σεντούκι κι είδε στο βάθος του κάτι που τον έκανε να τρελαθεί, ν’ ανέβει στο άλογο του και να τραπεί σε φυγή καλπάζοντας σαν μανιασμένος. Νοιώθοντας τον τρόμο του το άτι –αφηνιασμένο- τον πέταξε στο έδαφος με τέτοια βία που πέθανε καρφωμένος στο ίδιο του το ξίφος. Φριχτή τραγωδία. Ένα σενάριο ανάλογο από κάποιας -του Πουτσίνι-, όπερας.
Από τις διάφορες παραλλαγές αυτού του ίδιου μύθου -με τις αμφίβολες λεπτομέρειες τους- επιμένω σε με μια, που διηγείται ο Οβίδιος στις “επιστολές ηρωίδων”. Στις ερωτικές του επιστολές αγάπης και απογοήτευσης -γραμμένες από τις ίδιες ηρωίδες- που παρουσιάζουν τη Φυλλίδα σαν μια απατημένη γυναίκα, ταπεινωμένη, που στάζει δηλητήριο στην θύμηση του άπιστου ερωμένου. Την προτιμώ από εκείνες τις άλλες, με τις δακρύβρεχτες κι αγόγγυστες “δεσποσύνες”! Όπως φαίνεται το παλλαϊκό φιλοπόλεμο γυναικείο ταμπεραμέντο μου πάει καλλίτερα.
«Κατά καιρούς έπλεξα ψέματα για να σε δικαιολογήσω, και συχνά επινοούσα πως οι θυελλώδεις νοτιάδες έστριβαν αλλού τα άσπρα σου πανιά… Άλλες φορές, ικετεύοντας με λιτανείες -πεσμένη στα γόνατα– στους θεούς για εσένα, –άπονε-, ζητούσα να σ’ έχει πάντα προστατευμένο… Μου το ‘χες ορκιστεί στο όνομα της θάλασσας, που αφρίζει το κορμί της από τον άνεμο και τα άγρια κύματα της…»
Πόπλιος Οβίδιος Νάσων. *Φυλλίς και Δημοφών*
“Απο ενα αρθρακι της στο ΧΠ”.