Un relato breve del libro de Ana Capsir Brasas traducido al griego. Un zarpazo sobre la peninsula de Erisó.
Θυμίζει σε ορισμένους, ο μεσαίωνας, αποχρώσεις σκοταδισμού, βαρβαρότητας και πολιτισμικής παρακμής, ενώ στην πραγματικότητα η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει μονάχα στη Δύση. Το κομμάτι της, που μεταφέρθηκε στην Ανατολή, αποτέλεσε παράδειγμα διαφωτισμού κι επέτρεψε την διατήρηση και τη μετάδοση της εύνοιας προς την αρχιτεκτονική, τη νομολογία, τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία. Την εποχή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν μολυσμένες κι απάστρευτες, βουτηγμένες στο βούρκο, με τους κατοίκους εντελώς αγράμματους, υπήρξε μια πόλη στην ανατολή πλούσια σ’ έργα τέχνης και σε χρυσάφι, καύχημα και δέος γι’ αυτούς που την υπολήπτονταν και ζήλεια φθονερή για όσους δεν την είχαν ευφρανθεί ποτέ τους. Μιλώ για την Κωνσταντινούπολη.
Αυτό το κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας που ξεφυλλίζαμε στα γρήγορα και προκατειλημμένα στα σχολικά βιβλία, είναι κάτι άγνωστο στους περισσοτέρους μαθητές απ’ αυτή τη μεριά της Μεσογείου αν και στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια εποχή από τις πιο καρποφόρες για την επιστήμη και την γνώση. Ούτε καν μας δίδαξε ποτές κανείς πως η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στην απληστία και την αρπακτικότητα μιας Δύσης φθονερής κι απολίτιστης.
Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον σύγγραμμα του 1148 από την Άννα Κομνηνή, την κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, που περιλαμβάνει την περίοδο της βασιλείας του πατέρα της, «Η Αλεξιάδα». Εγώ έχω διαβάσει μόνο αποσπάσματα, γιατί είναι γραμμένο σε γλώσσα στομφώδη, αρχαϊκή και “δυσκολοχώνευτη”. Αν και χαρακτηρίζουν την άποψή της μεροληπτική και κατευθυνόμενη, ώστε να εξάρει -πάνω απ’ όλα- τα κατορθώματα του προγεννήτορά της, περικλείει η διήγησή της σχετικό ενδιαφέρον, λόγω της ιδιαίτερης αντίληψής της σαν βυζαντινή, για το πως διεξάχθηκε η πρώτη σταυροφορία. Τον τρόπο με τον οποίο ετούτοι οι σταυροφόροι διασκορπίστηκαν πάνω σ’ εκειό το κομμάτι της γης ψάχνοντας τους αλλόθρησκους, με την ιδέα να ξαναποκτήσουν τάχα τα Ιεροσόλυμα, ενώ στ’ αλήθεια είχανε βάλει στο μάτι το Βυζάντιο και τους πολύτιμους θησαυρούς του.
Η Άννα η Κομνηνή γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα και δέχτηκε εξαιρετική μόρφωση για την εποχή. Από μικρή διάβαζε την Οδύσσεια κρυφά απ’ τους γονιούς της, που θεωρούσαν τα έπη ανωφέλευτα, έργα μιας ολοκρατικής εποχής ξεπερασμένης. Έτσι όταν ενηλικιώθηκε η Άννα απάγγελνε τον Όμηρο ή τη βίβλο από μνήμης. Εξελίχτηκε σε μια γυναίκα καλλιεργημένη και γραμματιζούμενη που προσπάθησε να οδηγεί τα ηνία της εξουσίας προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύα του συζύγου της, όπως συνήθως γινόταν εκείνη την εποχή, δίχως να διστάσει να σκευωρήσει ακόμα κι ενάντια στον ίδιο αδερφό της. Για αυτό το λόγο ξόδεψε τις στερνές μέρες της, εσώκλειστη σε μοναστήρι, εκεί που ο χρόνος της περίσσευε για να τελειώσει τέτοιο εκτεταμένο έργο λόγου.
Αλλά συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες της ιστορίας θα ‘θελα να δώσω μεγαλύτερη σημασία σ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Την ιστορία του δούκα Γυισκάρδου και τις περιπέτειες του σ’ ελληνικά εδάφη. Αργότερα θα εννοήσετε γιατί τόσο μ’ αφορά…
Ο Δούκας Ροβέρτος Γυισκάρδος ήταν ένας Νορμανδός ιππότης (nor-man-do. Άνδρας που ήρθε απ’ το βορρά), χαρακτηρισμένος από την Άννα ως άνδρας σκληρός, πονηρός, πλεονέκτης και ματαιόδοξος, θεληματικός, άσπλαχνος, κι αχόρταγος στις αποβλέψεις του. Κυβερνούσε την Σικελία το Ρήγιο και την Απουλία αλλά η δίψα του για εξουσία δεν είχε όρια. Γι’ αυτό με τη δικαιολογία, πως κατέτρεχε του άθρησκους, βάλθηκε να καταπατήσει όσους περισσοτέρους τόπους ελληνικούς μπορούσε.
Λένε, για το Δούκα, πως ήταν ένας άξεστος κι αγράμματος, που νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την καλοαναθρεμμένη αλλά φιλόδοξη σαν κι αυτόν, Σιχελγκάιτα. Εκείνη τον ακολουθούσε συχνά στις κατακτήσεις του κι άλλοτε κυβερνούσε μέχρι στρατεύματα από μοναχή της. Αν και στην αρχή προσπάθησε να πείσει το σύζυγο της να μην επιτεθεί στη βυζαντινή αυτοκρατορία κατέληξε ν’ αναμειχτεί ως το μεδούλι στις εκστρατείες εναντίον της. Κατά την Άννα Κομνηνή ήτανε η ίδια η προσωποποίηση της αμείλικτης Παλλάδας Αθηνάς, τόσο που έφτασε να της αφιερώσει στο σύγγραμμά της, ένα εδάφιο από την Ιλιάδα προς τιμήν της.
Κατέφθανε ο Δούκας από τις εξορμήσεις του στον Αμβρακικό κόλπο, όπου είχε χάσει αρκετές μάχες απέναντι στις αυτοκρατορικές και βενετσιάνικες δυνάμεις, όταν αποφάσισε να ενωθεί με το στόλο του γιου του που πολιορκούσε την Κεφαλονιά. Η πρωτεύουσα του νησιού ήταν αυτή την εποχή ένα μικρό οχυρό στη κορυφή ενός λόφου. Αλλά η επιμονή του Ροβέρτου ήταν ακαταμάχητη και εκτρεφόταν από κόλακες, οι οποίοι του είχαν προαναγγείλει τις πιο δοξασμένες νίκες και πως ο θάνατος ποτές δεν θα τον άγγιζε πριν να φτάσει στα Ιεροσόλυμα. Θεωρούσε τον εαυτό του ακατανίκητο, πάντα και εφ’ όσον το πεπρωμένο δεν τον οδηγούσε ανελέητα σ’ αυτή τη πόλη. Έτσι αγκυροβόλησε στη δυτική πλευρά του νησιού για να περιμένει το υπόλοιπο του στόλου του, που οδηγούσε η πολέμαρχος σύζυγος του, όταν αισθάνθηκε αδιαθεσία. Του μπήκε ψηλός πυρετός κι άρχισε να υποφέρει από αφυδάτωση. Πρόσταξε τους άνδρες του να του ψάξουν και να του φέρουν φρέσκο νερό να ξεδιψάσει, να ξαγιανθεί. Το πλοίο εισχώρησε στον κόλπο του Αθέρα κι έριξε ξανά την άγκυρα. Οι ναύτες βγήκαν στη στεριά δειλιασμένοι ψάχνοντας γάργαρες πηγές δίχως αποτέλεσμα. Απ’ το πλοίο ακουγόταν τα ξεφωνητά του αρχηγού τους που δεν αφήναν περιθώριο ολιγωρίας…
Αφηγείται η Άννα, πως τελικά συνάντησαν έναν ντόπιο χωρικό που τους ενημέρωσε για δυο σημαντικά πράγματα:
—Αυτά τα βουνά, που βλέπετε μπροστά σας, είναι η πατρίδα του Οδυσσέα. Εδώ, λίγο πιο κάτω, υπήρξε μια σπουδαία πόλη που την έλεγαν Αγία Ιερουσαλήμ. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Όμως στη θέση της θα βρείτε μια πλούσια πηγή με γάργαρο νερό.
Σχετικά με την πρώτη υπόθεση, μου φαίνεται δύσκολοπίστευτο πως αν ο χωρικός τους ενημέρωσε για τη γη του Οδυσσέα, εκείνοι θα το είχαν συνειδητοποιήσει παραπάνω από δέκα δευτερόλεπτα ώστε να φτάσει στ’ αυτιά της Άννας της Κομνηνής, μιας και όπως υποθέτουμε οι θαλασσινοί ήταν τότε εντελώς αναλφάβητοι. Ως προς το δεύτερο, είναι επίσης κάπως υπερβολικό ό,τι μια πόλη τόσο σπουδαία να είχε εξαφανιστεί δίχως ν’ αφήσει ίχνος κανένα.
Σε τούτη ακριβώς την περιοχή, στη δυτική πλευρά της Κεφαλονιάς, είν’ αλήθεια πως υπάρχει ένα μικρό ακρογιάλι, με μια μικρή αποβάθρα, οπού πηγαίναν τα καΐκια να φορτώσουν σταφύλια για να ζυμώσουνε κρασί. Εκείνο το μέρος λέγεται Αγία Ιερουσαλήμ και στ’ ακρογιάλι της υπάρχει ένα καθολικό ξωκλήσι μ’ ένα πηγάδι.
Το γεγονός είναι πως, όταν άκουσε ο Γυισκάρδος να μιλούν πως βρήκαν τα Ροσόλυμα, σκέφτηκε πως η προφητεία είχε πραγματοποιηθεί και τρόμαξε τόσο, ώστε να υποκύψει στον πυρετό που τον έκαιγε απ’ τον τύφο. Η αγωνία του θανάτου κράτησε μόλις έξη μέρες.
Λένε οι κακές γλώσσες, πως δεν πέθανε από τύφο ή δυσεντερία, όπως εικάζεται η ιστορία, μα απ’ το φαρμάκι που τον πότισε η σύντροφος του Sichelgaita, που ήταν απόλυτα μυημένη στα βότανα και στα μαντζούνια, κι ήξερε να φτιάχνει καταπότια. Κι αφού μας χωρέσαν τέτοιες υποψίες, δεν θα ‘ταν λογικό να σκεφτούμε, πως η ίδια εφεύρε την ιδέα εκείνης της γειτονικής Αγίας Ιερουσαλήμ μπας και του δώσει εκεινού άξαφνη ξεραμάρα κι ύστερα διάταξε από πάνω να χτίσουν και ξωκλήσι με τ’ όνομα της; Όπως και να ‘ναι δεν έχει και τόση σημασία. Συνήθως η αλήθεια κρύβεται στα σκοτεινά πηγάδια της ιστορίας και οι πρωταγωνιστές της ποτέ πια δεν θα μπορέσουν ανάλογα να μας μιλήσουν.
Αλλά εγώ μίλησα για κάτι που μ’ αφορά κι ειν’ ώρα να σας πω γιατί μ’ ένοιαξε αυτή η ιστορία. Το κουφάρι του Γυισκάρδου έπρεπε να μεταφερθεί όσο πιο γρήγορα στη χώρα του, αφού πριν εφοδιαζόταν τα πλοία για τέτοιο ταξίδι. Επειδή η δυτική ακτή της Κεφαλονιάς είναι κάπως απότομη κι επικίνδυνη, με λίγα απάγκια, έφεραν βόλτα το βορινό ακρωτήρι και κατέφυγαν σ’ ένα μικρό φυσικό λιμανάκι που λεγόταν Πάνορμος. Η παραφράσεις σχετικά με τ’ όνομα έκανε και το λιμανάκι που δέχτηκε το φέρετρο του Γυισκάρδου να “λεξηδρομήσει”, να χάσει φωνήεντα, ν’ αλλάξει σύμφωνα, μέχρι να μεταλλάξει σε Φισκάρδο, ένα από τα πιο επισκέψιμα χωριά του Ιονίου. Προορισμός για όσους θέλουνε να επιδειχτούν ή να πάρουν μέρος στην καλοκαιρινή “πασαρέλα” του.
Καθώς μπαίνεις στο Φισκάρδο απ’ τη μεριά της θάλασσας αντικρύζεις μια νεκρόπολη της ρωμαϊκής εποχής με περίφημες σαρκοφάγους που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Εκεί θα ‘πρεπε να θάψουν και τον φημισμένο ήρωά μας ώστε να μπορούσαν όλοι να επισκέφτονται το μνήμα του. Το πρόβλημα θα πρόκυπτε επειδή η μισή νεκρόπολη έχει αλωθεί από μια ταβέρνα, που είμαι σίγουρη ελάχιστο ενθουσιασμό θα προκάλεσε στον ιδιοκτήτη της τέτοια ανακάλυψη, μιας που δεν θα μπορέσει πλέον να επεκταθεί παραπανω και να τα κονομήσει. Τον ίδιο ενθουσιασμό που φαντάζομαι θα προκαλεί και στα κακόμοιρα φαντάσματα των Ρωμαίων, το αιώνιο ακρόαμα της μουσικής απ’ το συρτάκι και το νυχτιάτικο ντάμπα-ντούμπα που θα “ζωντανεύει” στ’ αυτιά τους κάποια αρχέγονη κατάρα.
Χιλιάδες τουρίστες πάνε κι έρχονται καθημερινά στο Φισκάρδο δίχως να γνωρίζουν τίποτα από την παράξενη ιστορία για τ’ όνομα του τόπου που δεν προτρέπει σε τιποτα ελληνικό. Όπως τίποτα δεν γνώριζαν κι οι ναύτες του Γυισκάρδου όταν τους ανέφεραν την Οδύσσεια. Ο χρόνος πλάθεται με τις μεταλαμπές της αλήθειας ή της λήθης των συμβάντων, κι ύστερα δίνει με τη σειρά του χώρο, πρώτα στο μυθολόγημα και κατόπιν στην ιστορία. Το βρισκω, από κάθε άποψη, σωστό!
DEL LIBRO MIL VIAJES A ITACA, CEFALONIA, DOS MUJERES Y UN CADAVER EGREGIO
Nota: Si deasea alguien leer más sobre Cefalonia en castellano busca: Cefalonia, El Reino perdido de Ulises
στα Ελληνικα δες> ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, Εκει που η Μεσογειος συμβαλλει στο Ιονιο