Ο Π Ο Δ Η Λ Α Τ Η Σ
“Ανέκδοτα” αλλά και δημοσιευμένα, καθημερινά αλλά διαχρονικά.
Έχω την αίσθηση ότι πρέπει εδώ να κλείσω τον κύκλο των πόστ ιτ, να αφήσω τα πεδάλια, και δεν θέλω να το κάνω χωρίς να απευθυνθώ σ’ αυτόν ακριβώς τον τόπο που μ’ έφερε στον κόσμο, αν και η ψυχή μου είχε ήδη γεννηθεί τον 12το αιώνα της αρχαίας εποχής εκεί στο μικροβασίλειο του Οδυσσέα, και είχε ξαναγεννηθεί το 1536 ανάμεσα στους γόνους του Εμμανουήλ Φωκά στη λατρευτή Κεφαλονιά. Όμως χρωστάω στον “παππού” -που είχε αρνηθεί τους “κουρλούς” κι είχε ασπασθεί αδίσταχτα την αιτωλοακαρνανική ιθαγένεια-, αυτή την τελευταία μου προσέγγιση στο Οινιαδίτικο και στο Μεσολογγίτικο τοπίο, σ’ αυτό που με όλη την “φειδωλή λογοτεχνική δαπάνη” που μπόρεσα να αντλήσω τόλμησα να χαρίσω το έμμετρο που κλείνει τον κύκλο των πόστ ιτ.
Υπάρχει μια θεωρεία της κλασικής εποχής ότι το Μεσολόγγι ήταν ανέκαθεν Αιτωλία και οι Οινιάδες Ακαρνανία. Κι ο φυσικός χωρισμός που μας πρότεινε ο Αχελώος βοηθούσε ιδιαίτερα σ’ αυτή την προσέγγιση. Μάλιστα καλοθελητές και “καθαρόαιμοι” διασπείρανε ότι το όνομα των Οινιαδών κάλλιστα προερχόταν από την πληθώρα των αμπελιών της περιοχής- μέγιστο λάθος για τους οινο-γνώστες μιας και η περιοχή υγρή και πεδινή δεν προσφέρεται για την δόξα του θεϊκού οίνου-, και όχι από το ένδοξο όνομα του Αιτωλού βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα. Κι όμως το ποιο λογικό θα ήταν σ’ εκείνη την εποχή το επίνειο του Οινέα -όπως και το καλοκαιρινό εξοχικό του παλάτι- να βρισκόταν ακριβώς σ αυτό το ειδυλλιακό νησί των Οινιαδών όπου ξεχώριζε εντυπωσιακά το ξακουστό Νεώριο. Ένα μοναδικό στο κόσμο μνημείο που έχει τις ρίζες του στην μυκηναϊκή εποχή όταν ο πρίγκηπας Μέγης κατασκεύαζε εκεί τις “πεντηκόντερες” του, και έφτασε στο ζενίθ της δόξας του τον 5ο αιώνα της α.ε.
Αυτό ακριβώς το “νησί” που τώρα είναι ένας πανέμορφος και πάμπλουτος σε ιστορία λόφος -αν και εγκληματικά “πυρπολυμένος” τόπος, χάρη στην ελάχιστη μέριμνα του κράτους- είναι μέρος αναπόσπαστο της κοινής ιστορίας Αιτωλών και Ακαρνάνων, Μεσολογγιτών και Οινιαδιτων, και ξεχωριστό στολίδι για τους κατοίκους που έχουν την ιστορική συνείδηση ότι ήταν και είναι μέρος του πανάρχαιου Δουλιχίου αλλά και της παντοδύναμης Αιτωλίας του 12ου αιώνα, του Θέστιου και του Οινέα, του Μελέαγρου και του Αγρίου, της Λήδας και της Αλθαίας, από τα σύνορα του Αμβρακικού ως το Βραχώρι και από τις αμφιθεατρικές παρυφές της Πλευρώνας ως το δέλτα του ασπροπόταμου, και γιατί όχι σαν επιθυμητό και καλοδεχούμενο ενδεχόμενο η σύμπραξη της -τότε πιθανώς- εγκόλλητης χερσονήσου της Λευκάδας.
Είναι ελάχιστη αυτή η γωνιά για να γεμίσει ο μικροσκοπικός χώρος του πόστ ιτ με όλους τους θησαυρούς που εγκλείει αυτή η δοξασμένη γωνιά του Ιονίου, παρεξηγημένη και εγκαταλειμμένη εν μέσω των αιώνων σχεδόν από όλους ημέτερους και υμετέρους αλλά ταυτοχρόνως επαρκής για να προσκαλέσει όλους τους καλοπροαίρετους συντοπίτες να συμπτυχτούν γύρω από μια ιδέα, από μια επιθυμία, από ένα όραμα, να δουν κάποια στιγμή την αιτωλοακαρνανική δόξα να ξανανθίζει αυτή τη φορά χωρίς τα κόμπλεξ, χωρίς τις ταπεινοσύνες, χωρίς το φόβο του παρελθόντος και να διεκδικεί όπου και όπως πρέπει τα αρχαία και επίκαιρα δικαιώματα της.
Ο Τόπος, που αποθέωσε την ναυμαχία των Εχινάδων, ο τόπος με τις 11 καστροπολιτείες, ο τόπος που θήλαξε τον τρωικό πόλεμο και τις επιχειρήσεις των λαών της θάλασσας στην Καλυδώνα, που γαλούχησε «γιους” του ιδίου Δευκαλίωνα, που έντυσε γαμπρούς τον Ηρακλή, τον Φοίνικα, τον Μενέλαο, τον Αγαμέμνονα, που καθέλκυσε δεκάδες “μαύρα πλοία” που κατέκτησαν καινούργιους τόπους για τον ελληνισμό, ο τόπος που εκθείασε και εξύμνησε την επανάσταση του 21, …αυτός ο παρεξηγημένος, παραμελημένος, αδικημένος και παραγνωρισμένος τόπος, είναι καιρός να πάρει βαθιά ανάσα, να συνεγερθεί, να ανασκουμπωθεί, να δραστηριοποιηθεί και να λάβει συνείδηση για το τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει για την επάξια αναγνώριση που τόσους και τόσους αιώνες δικαιούται..! Εμείς με την ανεκτίμητη μέριμνα της Αιχμής επιφυλάσσουμε την επόμενη εβδομάδα -επέτειο της Εχιναδικης μας ναυμαχίας-, ένα εκτενέστατο αφιέρωμα στην Αιτωλία και το Δουλίχιο!
Αν έμενες κοντά μου, πόλη αγαπημένη,
θα σ’ ένοιωθα αμίλητη στο πλάι,
κρατώντας μου το χέρι,
μαγεύοντας το αύριο ή το χτες
με το λευκόχρυσο κι αβρό ηλιόγερμα σου
που δύει ανάμεσα απ’ τα λάγνα
περπατήματα σου.
Ξόρκια, από αμαδρυάδα, αιθέρια νύμφη,
στης λιμνοθάλασσας τ’ ανάριο πούσι.
Μελάνη σύννεφα, αψιές πνοές του μπάτη,
αλλοπαρμένα απ’ τ’ αλμυρίκια,
τη παλίρροια, και τ’ αλάτι.
Αν ήσουν δίπλα μου, γλυφή μου ερωμένη,
θα ονειρευόσουν, δίχως να αφεθείς
στην αγκαλιά του παραλόγου,
τον γιορτινό τον καλπασμό,
περήφανο, του αλόγου,
και πώς εκεί σε μακρινά
κύματα πελαγίσια,
πόντους θα διάβαινες,
βουνά θα αναρριχιόσουν,
σαν καβαλάρης άγνωστος
σ’ απόκρημνα ξωκλήσια.
Θα ‘θελα στα παλιά
πλακόστρωτα στενά σου,
σαν νιος ερωτευμένος να κουρνιάσω,
φυλακισμένο πουλί του μισεμού,
στο αβρό αγκάλιασμά σου.
Λιόλουστοι, -ενάλιοι- oι δρόμοι σου, άμμος που καίει,
και άσπρο παλιό, ποδήλατο βαμμένο.
Πιόμα που ήπια απ’ τον ήλιο σου
/και απ’ την αλμύρα/,
φιλί αλλιώτικο, παρθένο.
…Κάποια φορά, μπορεί σε λίγο,
μετανοιωμένος πάλι, να γυρίσω,
ποιος το ξέρει;
…κάποια φορά, μπορεί σε λίγο,
ανέμυαλα καλπάζοντας
στις πλάτες των φλαμίνγκο.