Ραψωδία XV. Χαμόγελα από πηλό, “Τ’ ανάθεμα του Κρόνου”


“Τ’ ανάθεμα του Κρόνου”, είναι ένα άλλο από τα διηγήματα του βιβλίου στα ισπανικά “LOS SUSTRATOS DEL ALMA”. Θα μπορούσε να λάβαινε μέρος στη τριλογία  “ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ”, αλλά είχε ήδη συλληφθεί από χρόνια.

.

  1. Προ μεσημβρίας.

           Μόλις ο Βάσσος διάβασε το περιεχόμενο που φύλαγε ο κίτρινος φάκελος που του ‘χαν αφήσει στη θυρίδα εκείνη την ημέρα,  σήκωσε το ακουστικό και άρχισε να παίρνει έναν ένα τους παλιούς τους φίλους με την ίδια ερώτηση

     – Ξέρετε σε ποιον αναφέρεται το περιστατικό?

     Πήρε απ’ όλους την ίδια απόκριση

     – Εσύ δεν ξέρεις; …σχολιαρόπαιδο!

     Ο Νίκος, Ο Χρήστος, ο Φώτης, κι ο Πίπης, ζούσαν ακόμα στο χωριό. Ο Βάσσος είχε ανέβει στην Αθήνα . Ο Άρης είχε χαθεί. Μόλις που κατόρθωναν να διατηρούν επαφή μέσω τηλεφώνου. Ήξεραν ότι ο χρόνος έτρεχε και οι αποστάσεις αποτελείωναν κάθε παιδική φιλία. Πάντα, ταυτόσημος και ασυμβίβαστος, ο Πίπης -ο Άσωτος- έβαλε τη βούλα πάνω στην υπογραφή.

     – Πρέπει να ξεθάψουμε όλες τις παλιές περιπέτειες, να τις ζήσουμε σαν “Οδυσσείς!”

     – Εγώ αναλαμβάνω να φτάσουν, στα χέρια ολονών. Δέχτηκε τη πρόκληση ο Βάσσος.

 

              Όταν ο Άρης, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και  μάζεψε το σωρό των εντύπων που είχαν μαζευτεί μετά από δυο μήνες απουσίας για το μεταπτυχιακό του στην Σκωτία, ξεχώρισε ένα μεγάλο, λεπτό, κίτρινο φάκελο χωρίς αποστολέα. Τον πασπάτευσε απ’ όλες τις μεριές και τελικά τον άνοιξε, νομίζοντας ότι σίγουρα θα ‘ταν κάτι από τη σχολή ή το πολύ απ’ τη τράπεζα. Συνηθισμένο φαινόμενο. Αλλά όχι,… έκπληξη! Εκεί στο βάθος του φακέλου, καλλιγραφημένα κι ανάκατα, πάνω σε παλιωμένες κιτρινωπές σελίδες έπεφταν -κομμάτια- στο κενό οι λέξεις, οι συλλαβές, άγνωστες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στις Οινιάδες…

     Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε το Βάσσο.

     – Ξέρεις σε ποιους αναφέρονται τα γεγονότα? – ρώτησε με απορία.

     – Επιτέλους το ‘λαβες. Γέλασε ο άλλος απ’ την άλλη άκρη. Αυτό φτάνει.

 

 

Ραψωδία XV. Χαμόγελα από πηλό,

Τ’ ανάθεμα του Κρόνου”

Εκείνη τη χρονιά στην Εθνική επέτειο, έβαλαν σημαιοφόρο του σκολείου τη μεγάλη της κόρη.

Όλη τη νύχτα ξέμεινε άγρυπνη να της ‘τοιμάσει τα γιορτινά της για την παρέλαση. Μαύρη -κοντούλα- φούστα, άσπρο πουκάμισο με φιογκάκι και δυο λευκά κορδόνια. Σιδέρωσε προσεκτικά και τ’ άσπρα μεταξωτά γάντια που μ’ αυτά θα έπιανε τη σημαία και θα τη κρατούσε κατά το έθιμο, -όσο ποιο ψηλά μπορούσε-, σαν ακουγόταν στη δοξολογία το πολυχρόνιο κι ύστερα ο εθνικός ύμνος.

Ο μικρός της Ερόλ  θα ‘λεγε το ποίημα “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει” -ανεβασμένος στο “Ηρώων”- μετά την κατάθεση των στεφάνων τιμής απ’ τις αρχές του χωριού.

Με πόση χαρά ξαγρυπνούσε, να δει τα βλαστάρια της -με το ξημέρωμα της ημέρας-, να ξεχωρίζουν ανάμεσα στ’ άλλα, περιποιημένα και καθαρά. Αποβραδίς, πήρε έξη σημαιούλες -με μπλε κι άσπρες γραμμές-, να τις κρατούνε στα χέρια τα παιδιά, σαν θα περίμεναν μαζί στο πεζοδρόμιο, το πέρασμα της παρέλασης.

Πιο μεγάλη χαρά φανέρωσε η μικρούλα Σιδίκα με τη σημαιούλα της από σύρμα και χαρτί, που τόσο την αγάπησε ώστε αποκοιμήθηκε μ’ αυτή στην αγκαλιά, σαν απόκαμε να την σηκώνει ψηλά  όσο μπορούσε, στο κρεβατάκι της.

Κοιμήθηκε κι αυτή, έτσι στο πόδι, μια δυο ώρες πριν το χάραμα.

Ο κύρης της έμεινε στο χωράφι όλη τη νύχτα να συμπληρώσει δουλειά, να είναι αύριο με το χάραμα στη χώρα, να καμαρώσει τη σημαιοφόρο και τον “απαγγελλέα”, -έτσι τον έλεγε-, το στερνοπούλι τους.

Με τις πρώτες “καμπάνες” είχαν ετοιμαστεί τα παιδιά. Τα μεγαλύτερα πήγαν με τη ”γραμμή”  στην εκκλησία, -ο πατέρας, καλοξυρισμένος, τα φίλησε ένα προς ένα-, κι έμεινε αυτή με το νοικοκυρεμένο Σαλί να κλείσουν το σπίτι και να πάνε το κατόπι στη λεωφόρο να περιμένουν την παρέλαση. Η Σιδίκα είχε φύγει πρωτύτερα με τη Γιασέ του Μπαχρί και πιάσανε θέση μπρος στο σχοινί, που διαχώριζε το μέρος του αγήματος. Θα γινόταν -είπαν-, επιπλέον, αγώνας δρόμου, θα τρέχανε και δυο τρεις απ το χωριό. Ο κοινοτάρχης έταξε φίλεμα, -έτσι και νικήσουν τους ξένους-, ένα αρνί με μπλε κορδέλα κι άσπρο στεφάνι!

Ήθελε κάμποση ώρα ν’ αρχινίσει η τελετή κι έτσι βρήκε εκεί κοντά μιά του συνοικισμού, και κουβέντιαζαν για τη γιορτή και τη Νεφισέ, πρώτη από τα κορίτσια του σχολειού, -σημαιοφόρος-, όλα τα χρόνια που λειτουργούσε…

Το μεσημέρι έφτασε το άγημα μπρος στο καφενέ του Ιμπάμ κι ανασυντάχτηκε να περάσει τους επισήμους, με κανονικό βήμα κι ευθείες. Βρήκε ευκαιρία η Σιδίκα, πέρασε ανάμεσα στους ζυγούς, στάθηκε περήφανη δίπλα στη σημαία, πέρασε το άσπρο της χεράκι πάνω απ τον ώμο της αδελφής της και χαμογέλασε. Τότε ο Ιμπάμ που έκανε και χρέη φωτογράφου τους έβγαλε φωτογραφίες, τη  Σιδίκα, τη σημαία και τη Νεφισέ . …Ύστερα ακούστηκαν τα εμβατήρια.

Η παρέλαση θα περνούσε μπρος απ’ τους επισήμους.

Περνούσε … Να!

Η ματιά της ήταν εκεί -ανοιγμένη γαρούφαλλο-, καρφωμένη στο χλωμό πρόσωπο της Νεφισέ.

Τα τύμπανα “παίζαν” ρυθμικά. Τα πόδια -ομοιόμορφα-, πατούσαν γερά στην άσφαλτο.

– Μα τούτα είναι πράγματα; –Ακούστηκε -γεμάτη κακία- μια φωνή απ’ το πλήθος. Ένα κορίτσι να κρατάει τη σημαία…!

– Και “Τουρκοπούλα!” –είπε κάποια άλλη.

Τα κεφάλια γύρισαν επιδειχτικά, -σαν ένα-, με τα μάτια καρφωμένα στους επισήμους…

– Και του χρόνου! –Είπε πρώτος ο πρόεδρος της κοινότητας.

– Και του χρόνου, –αποκρίθηκαν όλοι ζωηρά.

– Μακάρι Θε’ μου κι αύριο, –είπε σιγά να μην ακουστεί, ετούτη.

Κοίταξε το χλωμό, πονεμένο πρόσωπο της “σημαιοφόρου”. Ανασκίρτησε, φοβήθηκε.

– Θε’ μου , –πρόφεραν ξανά τα χείλη της.

Έκανε να τρέξει , να την κρατήσει στην αγκαλιά της. Φοβόταν… Μα έμενε εκεί καρφωμένη, -με τα μάτια διάπλατα, με μια απορία στα χείλη-, κρατώντας σφικτά το χέρι του γιου της …

Κι έτσι την είδε που λύγισε, έκαμε δυο τρία βήματα, ούτε κραυγή δεν έβγαλε, έσφιξε τη γαλανόλευκη πάνω της κι σωριάστηκε εκεί -λιπόθυμη-, στη μέση του δρόμου. Η Νεφισέ της, η “σημαιοφόρος!”…

Το πλήθος αναστήθηκε.

– Κάτι έπαθε το παιδί! Τo κάκιωσαν, τo κάκιωσαν…, –άκουγες.

Την έβαλαν γρήγορα σ’ ένα φορτηγό. -Της φάνηκε πως είδε τον κύρη της μαζί-. Σκούπισε τον ιδρώτα απ το μέτωπο της. Ύστερα βάλθηκε να συντάχνει τα παιδιά. Η Σιδίκα έκλαιγε τόσο λυπημένα που λίγο θα ‘βάζε και τούτη τα κλάματα. Έσφιξε τα χείλη, τα πήρε όλα ένα χέρι και βάδισαν κατά το σπίτι. Ο μεγάλος, -ο Εσέκ-, πήρε αμίλητος το τρακτέρ κι έφυγε για το χωράφι, στο πόστο του πατέρα του. Είχε αρχίσει να πέφτει μια αριά ψιχάλα. Σημαδιακή!

Έβγαλε το μαντήλι απ’ το κεφάλι και βάλθηκε να φτιάξει το φαγί.

 

Η  Σιδίκα έφτασε τρεχάτη εκείνο το μεσημέρι απ’ το τριτάξιο. Έκλαιγε. Την πήρε λοξά το μάτι της μα δεν μίλησε. Αφουγκράστηκε την πόρτα να κλείνει και τα ξέπνοα αναφιλητά της. Ύστερα τσάκισε την άκρη από ένα μαυροφάσουλο, έκοψε το νεύρο και το ‘ριξε στον άδειο τέντζερη.

Η Νεφισέ έσπρωξε με τα δυο της χέρια τις ρόδες της αναπηρικής πολυθρόνας, που κύλησε τσιρίζοντας στο άχνουδο γύφτικο χαλί. Μπήκε στον οντά. Τ’ αδύναμα χέρια της χάιδεψαν το κάθετο γείσο του ξυλοστάτη. Βρήκε την αδελφή της να κλαίει μπρούμυτα στο ντιβάνι. Της χάιδεψε τα χρυσαφένια μαλλιά με τρυφερότητα.

– Τι έχεις ακριβή μου; –Της μίλησε. Ποιος σου ‘καμε κακό; Ποιος πίκρανε τα κοραλλένια χείλια; Γιατί μουσκεύεις τα σγουρά σου με δάκρυα; Δεν ξέρεις ότι έτσι σκουραίνουν κι ύστερα βαλαντώνουν και σπάζουν; Αλήθεια σου λέω! Σαν κλαράκια λεμονιάς… Όμως -έλα-, πες μου ψυχή μου, τι σου ‘καμαν, που σ’ αγαπώ.

«Τι ωραία που μίλαγε η Νεφισέ, η γλυκιά Νεφισέ. Αγαπημένη, δύστυχη αδερφούλα!»

Σφούγγισε τα μάτια -γρήγορα-, φοβισμένα.

-Κι εγώ σ’ αγαπώ καλή μου, σ’ αγαπώ. –Στέναξε φιλώντας την στα κερένια χείλια, η Σιδίκα.

Η  Νεφισέ χαμογέλασε πονεμένα, αγκάλιασε τρυφερά την ολόξανθη Σιδίκα και της ανταπόδωσε το φιλί απαλά. Ύστερα πήγε μέχρι τη γωνιά, πήρε το κέντημα της και ξεπόρτισε στον ήλιο, σπρώχνοντας τους τροχούς απ’ το αναπηρικό καροτσάκι. Η Σιδίκα ανακάθισε στο κρεββάτι, ταχτοποίησε τα τετράδια της, πήρε μολύβι και χαρτί κι έπιασε να γράφει -χωρίς να συγκρατεί τα ζεστά δάκρυα που ανάβλυζαν κάτω απ’ τα ματόκλαδα της-.

“Εν Σαπών Ροδόπης. Νοέμβρης οκτώ, του χίλια εννιακόσια εβδομήντα δυο. Σήμερα είναι Σάββατο”. –κι ύστερα συνέχισε… ”Αγαπημένε και πολύτιμέ μου αδελφέ”…

Σκούπισε τα δάκρυα που έβρεχαν τα μάγουλα της κι ξανάπιασε το μολύβι. Οι συλλαβές σωριάζονταν αγχωμένες, στιφρές, η μια κολλητή στην άλλη, μισοστρόγγυλες κι αδιαίρετες.

“Θυμάσαι κείνο το δάσκαλο με τα σταχτιά μαλλιά και τα μεγάλα λόγια που έλεγες και συ πως τόσο τον εκτιμούσες όταν ήσουνα πρωτόχρονος; Εκειός που πρόκοψε και γίνηκε μεγάλος και τρανός και προόδευσε τόσο ώστε να γίνει σύμβουλος στην κοινότητα κι ύστερα θέλησε να βάλει ψήφο και για πρόεδρος κι ας ξαστόχησε; Εκειός που όσο κι αν διάδιδε πως σ’ αγαπούσε και σε προστάτευε επειδή ήσουν πρώτος στη τάξη -ο αριστούχος του!-, έκρυβε όμως μέσα του -βαθιά-, μισανθρωπιά και κάκια ενάντια σ’ όλους τους Πομάκους! Πολύ φοβάμαι ότι -παρότι έχω αποδείξει ότι είμαι η καλύτερη στην έκθεση και αξίζω το βραβείο- θα μου τ’ αρνηθεί -γι’ αυτό τον ίδιο λόγο-, στο διαγώνισμα της δευτέρας. Στόχευε -είπε ο φαντασμένος υποκριτής- να ανοίξουμε την καρδιά μας γράφοντας για ‘κείνο που ποιο πολύ έχει αξία στη ζωή του καθενός και που μας βασανίζει το λογισμό. Ο κλέφτης! Τι θα ‘λεγα εγώ -που απ’ το συμβάν δεν έχω άλλη σκέψη στη ζωή μου- παρά για τη γλυκιά μου αδελφούλα! Εσύ με νοιώθεις…τι άλλο θα μπορούσα να γράψω; Κι όμως με μάλωσε και μου ξεφώνισε. Γιατί -είπε- αυτό δεν ήταν μια “βασική αξία” της ζωής, δεν ήταν αυτό που το θέμα μας ζητούσε! Ότι ήταν ένα ζήτημα προσωπικό. Το ξέρω ότι ενοχλήθηκε -αυτός ο εγωίσταρος καθηγητής-, άδικα, για την τάχατες ανόητη πράξη μου. Κι είμαι κι από άλλη ράτσα…έτσι το εννοεί. Μπορεί να με βλέπει σαν “εχθρή” του! Αλλόπιστη μπορεί. Θα το διαδώσει -δίχως αμφιβολία- και στη σεβαστή μας Ραμπιέ για τιμωρία. Και τι μπορώ εγώ να υποστηρίξω; Το βλέπω παράλογο… Όμως εσύ -αδελφούλη μου- ξέρω πως με καταλαβαίνεις. Δεν με καταλαβαίνεις; Τι άλλο θα ‘πρεπε να πω; Όταν την βλέπω έτσι -ανήμπορη-, μαυρίζεται η ψυχή μου… Αγαπημένε μου Σαλί, όταν γύρισα στο σπίτι -κλαίγοντας-, σίμωσε, μου χάιδεψε τα μαλλιά, μ ‘είπε τ’ αστέρι της, η αυγή της κι ένα σωρό παινέματα. Ράγισε η καρδιά μου που την άκουσα, που την ένοιωσα. Με ρώτησε, γιατί τα δάκρυα, και ‘γώ που ποτέ τίποτα δεν της έκρυψα, της είπα ψέματα. Της έκρυψα την αλήθεια. Αρκετά υποφέρει που λειώνει καθημερνά δίχως ελπίδα γιατρειάς… Το μόνο που κατάφερα να ξεστομίσω… ήταν, «Τρομάζω όσο συλλογιέμαι πως τη δευτέρα θα κλέψουν το μυστικό μας, αδελφούλα μου. Κοίτα με στα μάτια και μη φοβάσαι τίποτα…». Και δίχως κουράγιο να της εξηγήσω παρακάτω, λύθηκα ξανά σε κλάματα μέχρι που εκείνη βγήκε από τη πόρτα δακρυσμένη. Δεν μπορώ να υποφέρω άλλο -αγαπημένε- το βάσανο και το μαράζωμά της. Που είναι εκείνη η πεντάμορφη ακριβοθυγατέρα, -νεράιδα και καλλίπυγος-, με εκειά τα μάτια που δονούσαν τις αισθήσεις; Αχ η Νεφισέ μου! Πως λάμπρυνε τις ματιές των αγοριών όταν την αντάμωναν στο δρόμο. Με τι αφέλεια περπατούσε! Με τι γάρμπο μοστράριζε τα φορέματα, και πως της ταίριαζαν! Σαν το λιχνισμένο χιόνι, όπως η αύρα αγκαλιάζει το ξημέρωμα. Θυμάσαι -αδελφέ μου- πως χωράτευες μαζί μας ότι εκείνη έμοιαζε με χρυσοκέντητη θεά και εγώ με ένα στραβοβγαλμένο παγανό! Τώρα απομένει μόνη στον σκοτεινό ορίζοντά της, ένα θολό αστέρι που περιπλανιέται σαν αερικό στους διαδρόμους και στο ξάστερο. Ο δήμιος της – μοβόρος και κιοτής- τη ζήλεψε και τη σταύρωσε κείνη τη μαύρη μέρα στη μέση της πλατείας. Και σαν να μην του έφτανε -σαν δαίμονας πλεονέκτης- της ρουφάει το αίμα μέρα τη μέρα. Συχώρα με -αγαπημένε μου Σαλί-, αν λάβεις αυτό το γράμμα μουσκεμένο στα δάκρυα. Αν ήξερες πόσο πικραμένη αισθάνομαι, διαλεχτέ μου. Και δεν σου κρύβω πως αγωνιώ ποιο πολύ για το μικρό μας Ερόλ! Τον νοιώθω μέρα τη μέρα να μαραζώνει, σαν να ‘τανε αβασκαμένος και κάποιος να ευχόταν το κακό του. Κι ετούτη -η φουρτουνιασμένη και λατρευτή μας Ραμπιέ- όλα τα υπομένει, τόσο υπομονετικά, που με φοβίζει -όσο το συλλογίζομαι-, αν θα τ’ αντέξει ως το τέλος… Αδελφέ μου, χθες συναπάντησα και την λιόκαλη Βαΐτσα και μου χάρισε το ποιο γλυκό φιλί της να στο στείλω -τρυφεροφυλαγμένο σε τούτο το χαρτί- όπου τα δυο σου μάτια. Κι αυτό σου το στέλνω με τα δικά μου συντροφιά, δίχως να χάσω μια στιγμή πριν να σ’ αφήσω,…τελεία, τελεία, τελεία…

     Το “στραβοβγαλμένο” σου παγανό που σε λατρεύει, Σιδίκα”

Υπόγραψε το γράμμα η Σιδίκα κι έγραψε στο φάκελο την αντρέσα: << Ανθυπολοχαγό  Σαλί Μπέλιο…>>. Έβαλε πρόχειρα τη ρομπούλα της και βγήκε από τη πίσω πόρτα δίχως να κάνει θόρυβο. Σίμωσε μέχρι το ταχυδρομείο και στάθηκε στη θυρίδα. Ζήτησε να φύγει -“συστημένο και επείγον”-, με τη πρώτη αυριανή αποστολή. Ύστερα γύρισε διακριτικά στο σπίτι.

Στα ξαφνικά δεν ένοιωθε καλά. Τα μάτια της έκαιγαν. Ένα βαθύ σύγκρυο διαπερνούσε ολάκερο το κορμί της. Με δυσκολία στέκονταν στα πόδια της. «Οπωσδήποτε μου λείπει λίγη ξεκούραση»,          –σκέφτηκε από μέσα της. Πριν να αποσυρθεί πέρασε να καληνυχτίσει τους δικούς της. Τους βρήκε όλους μαζεμένους γύρω από το τραπέζι σιγοκουβεντιάζοντας. Περίμεναν ανυπόμονοι το νόστιμο φαγητό της Ραμπιέ. Είχε έρθει κι ο Εσέκ με τη κυρά του Σιαζιέ. Τους ζήτησε να τη συγχωρήσουν… «Αισθανόταν λίγο αδιάθετη…», και περίλυπη, φίλησε τη Νεφισέ στο λαιμό κι αποτραβήχτηκε στο δωμάτιο της -με κομμένα πόδια-, τρικλίζοντας. Ένιωθε αδύναμη κι αποβλακωμένη. «Χρειάζομαι ξεκούραση…» –συμπέρανε ξανά, και κουβαριάστηκε ανάμεσα στο χνουδωτό απλάδι. Κι έτσι σιγά σιγά αποκοιμήθηκε.

Η αφέντρα, πρωί πρωί -με το χάραμα-, ξεπροβόδισε μέχρι την εμπασιά τον Αμέτ να πάει στο εργαστήρι, και τον Εσέκ με τη Σιαζιέ για να κατέβουνε στη πολιτεία. Έβαλε το μπρίκι να ψήσει καφέ στο κύρη της. Όταν ο ήλιος ψήλωσε ακόμα παραπάνω, κόπιασε να ετοιμάσει τη ξανθομάλλα της για το γυμνάσιο. Παραξενεύτηκε που τη βρήκε ακόμα να κοιμάται. Της σιγομίλησε τρυφερά στ’ αυτί. Δεν έλαβε ακρόαση. Της χάιδεψε το πρόσωπο. Χλόμιασε! Ένα ηφαίστειο -πυρωμένο- φλόγιζε το μέτωπο της. Ξαμολήθηκε έξαλλη ως το κατώφλι, σταυροκοπήθηκε και ξαναμπήκε πελαγωμένη στον οντά. Έπιασε να μωρολογεί στον άνδρα της, πνιγμένη στ’ αναφιλητά, βαριαστενάζοντας, βυθισμένη σ’ ένα οικτρό βαλάντωμα. Δεν σωζόταν τίποτα στο λογισμό της. Τίποτα διάφανο. Το σάλεμα του νου της αντάριαζε το μεδούλι και έσβηνε τους στοχασμούς της. Χανόταν!

Εκείνος κατάλαβε. Έκλεισε τα μάτια με πίκρα,. Δεν πρόφερε κουβέντα. Έριξε πάνω τη πατατούκα του και βγήκε με τις παντούφλες στο δρόμο. Έκανε παγωνιά κι άρχιζε να πέφτει αραιό το πούσι.

Ο αγροτικός γιατρός έφτασε στο φτερό όταν του εξιστόρησε το συμβάν. Καλημέρισε τη θλιμμένη Νεφισέ με συμπόνια και ζήτησε να βγουν όλοι μεμιάς απ’ το δωμάτιο. Αμίλητοι, βγήκαν όλοι στο καθιστικό. Αυτή ούτε που βλεφάρισε. Δεν έκανε βήμα. Την άφησε, -μονάχα εκείνη- να παραμείνει. Τι θα μπορούσε να της πει; Έχει ο θεός;

Όταν τέλειωσε, ανασήκωσε με στοργή την πελαγωμένη μάνα, την στήριξε στον ώμο του, και βγήκαν μαζί στο πόστεγο. Την έβαλε να καθίσει στο χαμηλό μιντέρι πλάι στο παραγώνι. Ο ίδιος βολεύτηκε στο σοφρά και μπλέκοντας ράθυμα τα δάχτυλα, -για να κρύψει την έγνοια- και κοιτώντας τον νοικοκύρη του σπιτιού κατάματα, ξεστόμισε με οδύνη και κατανόηση την αβάσταγη γνωμάτευση: «Τα αντικειμενικά συμπτώματα, …τέτοιος πυρετός, κόπωση!… Κι φαινόταν μια χαρά κορίτσι… Τι ειρωνεία! Επιβάλλεται να αναμένουμε την εξέλιξη, αλλά…είναι ενδεχόμενο να βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε μια “οξεία εκδήλωση χαλαράς παράλυσης”».

– Τι είναι αυτό; Δεν καταλαβαίνω… – ψιθύρισε η καημένη Ραμπιέ.

– Είναι η Πολιομυελίτιδα, μαμά,  – έπνιξε τα δάκρυα με δέος ο Ερόλ.

Στην άλλη γωνιά η Νεφισέ έκρυψε το πρόσωπο της στο κέντημα τρεμουλιάζοντας. . Ένα σκοτάδι αδιάλυτο πλημύρισε την ύπαρξη της.

– Το ανάθεμα του Κρόνου! – συμμερίστηκε καταβεβλημένη.

Οι υπόλοιποι δεν έβγαλαν μιλιά. Ωστόσο, ο θανατερός πυρετός πυρπολούσε τη σκιαγμένη και άδεια ματιά της Σιδίκας. Ο γιατρός -πριν φύγει- τους καθησύχασε πως θα έστελνε το συντομότερο κάποιο μέσο για να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Ετούτη παρέμεινε στο πλάι της μέχρι που την παρέλαβαν.

Ο Ερόλ -γυρνώντας το απομεσήμερο της δευτέρας από το σχολείο- τους ενημέρωσε πως στο προαύλιο δεν έπαψαν -ούτε στιγμή- τα κλάματα για τη Σιδίκα. Ο πλανημένος δάσκαλος, -μετανοιωμένος αφού έμαθε από τον “Αγροτικό” για τη κακοτυχιά της ξανθομαλλούσας- τους διάβασε το πρωί της δευτέρας -με φωνή τρεμάμενη- τη σημαδιακή έκθεση της Σιδίκας. Ύστερα -συγκινημένος και γαλαντόμος- πρόσθεσε το μεγαλύτερο βαθμό. «Δεν είν’ αργά. Ποτέ δεν είν’ αργά», –αναλογίστηκε. Αλλά από μέσα του γνώριζε ότι τίποτε δεν θα ‘ταν όπως πρώτα. Σχεδόν ποτέ δεν είναι όπως πρώτα.

 

Τη μέρα που της έφεραν την είδηση για τον λοχαγό Σαλί, ο μικρός της Ερόλ περπατούσε τόσο τραγικά που του είχαν “φορέσει” σίδερα από τα χέρια ως από κάτω από τις φτέρνες. Την είδηση έφερε ένα κλιμάκιο στρατιωτικών που αποτελούσαν δυο φαντάροι, ένας καραβανάς κι ένας βαθμοφόρος. Ένας καλοφτιαγμένος άντρακλας, -περισπούδαστος- με πράσινο πηλήκιο με δάφνες, κι ένα ασημί αστέρι. «Από τη μεραρχία εθνικής μέριμνας» –, συστηθήκαν. Το λόγο πήρε ο καραβανάς -σαν μαντατοφόρος-, με ύφος παγερό.

– Ο λοχαγός –ξεκίνησε κομπιάζοντας,– τραυματίστηκε θανάσιμα την προτεραία! Ολίγον υστερότερα υπέκυψε στα τραύματα του.

– Πέστε μου, είναι πεθαμένο; Το παιδί μου είναι πεθαμένο; Πέστε μου. –τους ρωτούσε εκείνη χωρίς να πάρει αναπνοή–. Δεν καταλαβαίνω. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι λέτε. Είναι πεθαμένο; Γιατί δεν μου το λέτε;

– Κατά τη διάρκεια ασκήσεων. Ναι κυρία μου. Τα συλλυπητήρια μου. Λυπάμαι που σας το λέω, αλλά συνέβη έτσι, ακριβώς. Ξέρετε;… Όλα είναι συμβατικά. Σας φέρνουμε να υπογράψετε την αναφορά, ότι λάβατε την υπηρεσιακή αναγγελία. Σωστά; Εγώ ήμουνα παρών όταν συνέβη… Ήταν δραματικό. Συνέβη ξαφνικά -κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων-, εντελώς συμπτωματικό… Σκάλωσε η κεραία απ’ το στρατιωτικό τζιπ σ’ ένα καλώδιο της ΔΕΗ! Τι κρίμα! Σας ευχαριστώ για την κατανόηση μαντάμ. Ευχαριστώ. Ωραία…πολύ ωραία. Τέλεια! Τελειώσαμε με τις υπογραφές. Αυτό ήταν όλο! Ξανά τα συλλυπητήρια μας για τον λοχαγό. Τα υπόλοιπα είναι γραφειοκρατία. Όλα είναι… συμβατικά.

Δεν κατανοούσε διόλου από όσα της έψελνε εκείνος ο γαλονάς.

– Πέστε μου, πέθανε το παιδί μου; Πέθανε;  – έλεγε και ξανάλεγε.

– Αντίο μαντάμ. – υποκλίθηκε ο λοχίας απλώνοντας το χέρι–. Αντίο. Αύριο θα γίνει η εκφορά. Είσαστε καλεσμένοι, δίχως αμφιβολία. Επιθυμείτε να ξενυχτίσετε το λείψανο; Αδύνατον καλέ μου πολίτη, αδύνατον! Οι ανώτεροι, μας εξήγησαν ότι είναι αδύνατον. Θα ‘χουν το σκοπό τους. Άκρως απόρρητον; «Κρατικές υποθέσεις;»…Αντίο μαντάμ, κύριέ μου…Αντίο.

– Πέθανε το παιδί μου; –ρωτούσε εκείνη. Πέθανε;

– Το ανάθεμα του Κρόνου! – επαναλάμβανε αλλοπαρμένη η Νεφισέ.

Οι φαντάροι χαιρέτησαν σαν να ‘ταν σε επιθεώρηση. Ο βαθμοφόρος σταυροκοπήθηκε.

Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του αμιλητου συντρόφου της. Δεν έβγαλε δάκρυ. Μόνο κόμπιασε με παράπονο.

– Κι αυτός πάει; –και σώπασε.

Στο λοχαγό φτιάξαν μια προτομή από αστραφτερό μάρμαρο πάνω στο μνήμα που έχτισαν κοντά  από τoν ταπεινό ναΐσκο του νεκροταφείου. Φορούσε το πηλήκιο με τη βασιλική κορόνα. Και τα μάγουλα του ήταν ξεστά και ξυλιασμένα. Κάτω απ’ τη κορνίζα -στο εικονοστάσι- τοποθέτησαν ένα διπλοκάντηλο και μια έγχρωμη φωτογραφία του. Για τα εννιάμερα στείλαν από τη μεραρχία δυο στεφάνια με άσπιλα λευκά τριαντάφυλλα, σταυρωμένα διαγώνια με δυο κορδέλες γαλανόλευκες. Οι αδελφές του έφτασαν στο χωριό με τα αναπηρικά καροτσάκια, συνοδεύοντας τον παράλυτο Ερόλ, που πάλευε να σταθεί πάνω σε δυο σιδερένια δεκανίκια. Η Βαΐτσα, ο Εσέκ και η Σιαζιέ, στόλισαν την ταφόπλακα με κρίνους. Ετούτη ξαγρύπνησε ολονυχτίς στην εκκλησιά να δοξάσει τη μνήμη του, γύρω από ένα παγκάρι με κεριά και ζαχαρωμένα κόλλυβα.

 

Συγκαιρινά η άνοιξη μελαγχολούσε κάτω απ’ το παράπονο της θαμνόφυτης λοφοσειράς που τοίχιζε το μικρό συνοικισμό. Στη πλατεία, στις πλαγιές με τους πυρόλιθους και στις κοιλάδες αντανακλούσαν μακρινές οι φωνές των ξωμάχων. Συναγείροντας τις αισθήσεις, κλαψουρίζοντας ή πανηγυρίζοντας ποιος ξέρει τι! Οι εποχές δευτέρωναν και τρίτωναν. Αναμένονταν καινούργιοι καιροί ψυχοφθόροι, με στενοχώριες και μιζέριες, δεινά και δοκιμασίες. Και ύστερα -ξαφνικά- φαινόταν σαν κάτι να ‘χει ξεχαστεί σ’ αυτόν τον αιώνα. «Μπορείς να κάνεις χαρά το πόνο σου. Δεν σου υπολείπεται κάτι άλλο» – αποφαινόταν ορισμένοι. Ήταν πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Τίποτα δεν μπορούσε να συμβεί στη τύχη. Ότι υπάρχει καλώς υπάρχει. Και ποιος ξέρει, μπορεί και να ‘τανε χειρότερα. «Ας το παραδεχτούμε όλοι!» … Και μ’ αυτό παρηγοριούνταν και χαίρονταν που επιτέλους το είχανε εξομολογηθεί.

Στα χρόνια που έμελλαν να ‘ρθουν, έφτασε μια μέρα ο Εσέκ στη Σαλονίκη. Βρήκε ένα βαπόρι απ’ το Λιτοχώρι, λεύτερο, κι αρμενίζει ακόμα τα πελάγη της οικουμένης, λοστρόμος πια. Και η Σιαζιέ -με δάκρυα στα μάτια- τον προσμένει και τον ανασπάζεται στα όνειρα της.

Τη Νεφισέ και τη Σιδίκα τις δέχτηκαν οικότροφες στο Σανατόριο. Κι έρχονται κάθε Χριστού και Πάσχα, όλο και ποιο ανήμπορες. Χαροταγμένες. Θυσία ανώφελη στη κακοδαιμονία!

Ο Ερόλ βρήκε παρηγοριά στις ατέλειωτες ώρες του, -κατάκοιτος σε μια γωνιά- δυο σχολιαρόπαιδα απ’ τη Κομοτηνή, τον παιδικό του αδελφοποιτό Μεμέτ και κάποιους άλλους άγνωστους, -μέλη καινούργιων οργανώσεων- που ‘χανε τάξει τη ζωή τους -απλός κόσμος, συμπονετικός-, να παρηγορούν δίχως αντάλλαγμα αυτούς που έχουν την ανάγκη τους.

Και κείνη, ζει και τρέφεται με θύμησες, σαν να ‘χε πάλι τα παιδιά της τριγύρω μαζωμένα κι αγαπημένα, να τρέχουνε και να γελούν πιασμένα απ’ το χέρι. Και πως τάχατες αυτή τους μάλωνε στοργικά, να μην γεμίζουν με λασπόνερα τα πρόσωπα τους.

Και περιμένει- πια γριά- με το πρόσωπο χωμένο στο μαντήλι, να δώσει -αν υπάρχει- ο θεός μια μέρα, να τη σπλαχνιστεί, να αντικρύσει ξανά τα μουσκεμένα απ’ τα δάκρυα μαγουλά του Σαλί και τις κορούλες της να πιλαλούν στις αλάνες, ξόφτερνες όπως και πρώτα.

Και κει, -στη λήθη της- σφίγγει απορημένη στα χέρια της τον ξύλινο σταυρό της “Μάρτυρος”, που της απένειμαν στη γιορτή της μητέρας -ομόφωνα- οι κοινοτάρχες.

 

 

Στη μνήμη του αγαπημένου μας φίλου Αριστείδη που πια…δεν φοράει τα σίδερα στα πόδια.

                                                             Αυτή η “οδύσσεια” που είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα έχει γραφτεί πριν ‘βρουν νεκρό

                                                                τον αφέντη της στα ριζοχώραφα, θύμα ενός ατυχήματος με το μοτοποδήλατο του το 1970!

                                                                 Κι όπως θα ‘λεγε η γλυκιά Νεφισέ, ξανά έλαχε σ’ αυτούς … “Τ’ ανάθεμα του Κρόνου”

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.