ΤΡΙΖΟΝΙΑ
DONDE ANA EMPIEZA TODOS SUS VIAJES
Κείνο που πολλές φορές ξομολογήθηκα και πιο πολύ με καταπραΰνει απ’ την Ελλάδα, είναι που τα γεγονότα δεν μεταβάλλονται με διάττοντα ταχύτητα, γεγονός που απ’ την άλλη μεριά ορισμένοι το κατακρίνουν. Αναμφίβολα, μπορεί να επιστρέψεις μετά από τριάντα χρόνια και να τα ξανασυναντήσεις όλα όπως ακριβώς τα είχες αφήσει.
– Δεν ειν’ ανακούφιση για ένα δομημένο πνεύμα;
Οπότε το να ιστιοπλοείς σ’ αυτά τα ύδατα και να απαγκιάζεις σ’ αυτά τα λιμάνια αποφέρει συνήθως κάτι από ψυχανάλυση, κάθαρση, ξαναρχίνισμα, νιους έρωτες και πόθους, κι όχι τόσο χάρη στην περιπέτεια, το ξαναφανέρωμα ή την πονηράδα της στιγμής που δεν της ξεφεύγει λεπτομέρεια, αλλά στη δυνατότητα να τη δεις απλά μ’ άλλα μάτια…
Τα Τριζόνια, εκειό το μικρό νησάκι, αποτέλεσε -την πρώτη φορά που ιστιοδρομήσαμε στην Ελλάδα- μια από τις στάσεις μας στον κορινθιακό κόλπο στη διαδρομή από το Ιόνιο στο Αιγαίο. Ήταν το πιο απόμερο που κάποιος μπορούσε να φανταστεί για μια νησίδα τέσσερα μίλια απόμερα απ’ τη ξέρα.
Όπως συμβαίνει πάντα σ αυτή τη χώρα υπήρχε μια βάρκα, μια βάρκα παμπάλαια που ένωνε το νησί με την στεριά. Αλλά και σε εκειο το κομμάτι της στεριάς όπου υπήρχαν λιγοστά τροχοφόρα κι η ζωή κυλούσε βαριεστημένα δεν τα θωρούσες όλα ακίνητα, νωχελικά και παγωμένα ιδιαίτερα όταν τα χιονισμένα θεϊκά βουνά εξεμούσαν την παγερή ανάσα τους όπως εκείνα τα Χριστούγεννα εδώ και κάμποσο καιρό. Κι η βαρκούλα πηγαινοερχόταν και ξανά, με ζαρζαβατικά και καρβέλια ψωμί, ξυλεία, αρνιά, τουρίστες, κασέλες με ψάρια, ρασοφόρους, κυρούλες με μαύρες μαντήλες, κάνιστρα με αυγά, πατάτες σε σακιά…όλα όσα ένα νησί μπορεί να χρειαστεί. Ο Παρνασσός μάργωνε τη σκηνή όπως σε κάποια του Θόδωρου Αγγελόπουλου ταινία. Τόσο κρυσταλλιασμένη που είκοσι χρόνια υστερότερα παραμένει το ίδιο γιατί κανείς δεν έχτισε μια γέφυρα, ούτε μια σήραγγα κι η αρχέγονη βάρκα συνεχίζει να πηγαινοέρχεται σαν το πέντολο του Φουκώ οπότε θρονιασμένος σε μια ταβέρνα να τη βλέπεις ν’ απομακρύνεται σαν ένα σημαδάκι κι ύστερα να αριβάρει σαν άλλο σημαδάκι, φαντάζοντας τι θα μας φέρει σ’ αυτό της το ταξίδι, αποτελεί ένα ιδανικό τρόπο υπνώσεως.
Στην άλλη άκρη του λιμανιού μια πινακίδα έγραφε. Yatch club. Περπατήσαμε ως εκεί με τη συνοδεία μερικών φίλων που ‘χαν έρθει να περάσουμε μαζί τις γιορτές, εκεί σε τέτοιο μέρος που ποτέ δεν θα μου πήγαινε ο νους να πάω στη χώρα μου. Αλλά παρασυρμένη απ’ τη νωθρή χροιά του περιγύρου και την παντελή απουσία περιπατητών θεωρήσαμε καλή την ιδέα να κάνουμε μια πρώτη επαφή με το χώρο. Κι όπως όλα τα κλαμπ ήταν Εγγλέζικο. Όπως ακριβώς το φαντάζεστε… να πούμε πολύ “british”, πολύ “gorgeus”, ένας χώρος για να απολαύσεις ένα ντελίσιους τσάι και ν’ ανταλλάξεις πληροφορίες σχετικά με την Ελλάδα, με διάφορους αλλοδαπούς ιστιοπλόους.
– Oh my god, that´s Greece, ¿isn´t that? Ακουγόταν παντού ανακατεμένο με το θόρυβο της λάντζας καθώς ξεφυλλίζαμε το τελευταίο τεύχος του “Υatching Monthly”.
Παρ’ όλα αυτά ήταν “great” και ανταποκρινόταν στο ρόλο του.
Πολύ καιρό αργότερα, όταν ξαναγύρισα στα Τριζόνια το κλαμπ φαινόταν εγκαταλειμμένο, η πινακίδα του με την ένδειξη “club” σχεδόν αδιάκριτη κι η απανεμιά τριγύρω ανέδυε μια μυρουδιά από μαράζι. Ενδιαφέρθηκα για την τύχη του κι ανακάλυψα πως υπήρχε ένα σχετικό βιβλίο με τίτλο, Lizzie´s Paradise. Ετούτη η Lizzie ήταν μια Εγγλέζα κάποιας ηλικίας που ‘χε αποφασίσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της στην Ελλάδα μετά από μια σοβαρή αρρώστια. Συμπωματικά είχε ανακαλύψει ένα χαμόσπιτο στα Τριζόνια. Το αγόρασε και το μετασκεύασε σε αίθουσα ναυτικού ομίλου. Διηγείται το βιβλίο, πως η Lizzie με την κόρη της Allison κατόρθωσαν να βάλουν σε τάξη τη ζωή τους -παρά τις αντιξοότητες- σ’ ένα νησάκι που δεν είχε καν δρόμους και δεν διέθετε συγκοινωνία με την στεριά ,παρά μόνο μέσω εκείνης της παλιοκαιρισμένης βάρκας. Πως ανέβαζαν τα υλικά ως την πλαγιά, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν με τις ελληνικές αρχές κι ένα συνονθύλευμα εξαιρετικών περιπετειών που τις έκαναν ορισμένες φορές να καθυστερήσουν μια ολάκερη μέρα ωσότου μεταφέρουν κάποιο φορτίο ίσαμε το σπίτι. That´s incredible!
Μου σηκωνόταν η τρίχα διαβάζοντας το γιατί μου θύμιζαν κάποιους Ισπανούς που με παρόμοιο τρόπο είχαν τολμήσει μια τρελή περιπέτεια ανακαινίζοντας ένα εκατόχρονο σπίτι στην Εύγηρο, σε ένα νησί του Ιονίου.
Η Lizzie εγκατέλειψε την επιχείρηση αλλά τη συνέχισε η κόρη της Allison. Το club έγινε διάσημο και όλοι οι καταξιωμένοι ιστιοπλόοι “ξέπεφταν” για χάρη του συχνά στο νησί. Ο χώρος είδε πολύ καλές μέρες ειδικά όταν άρχισε η κατασκευή μιας μαρίνας στο λιμάνι, μαρίνα που ουδέποτε εκπλήρωσε το ρόλο της αλλά που γέμιζε με περαστικά πλεούμενα που τα πληρώματά τους κατέληγαν για κουβεντολόι στον όμιλο. Το τέλος της ιστορίας είναι θλιβερό σαν εκείνη τη μυρουδιά π’ αφήνει το χτίσμα όταν περνάς απ’ το πλευρό του. Η Allison βρέθηκε πεθαμένη μια μέρα δίχως κανείς να γνωρίζει μ’ ακρίβεια την αιτία . Νομίζω πως το “club” είναι για πούλημα. Το λέω μήπως κανείς επιθυμεί να ζήσει καινούργιες περιπέτειες.
Τα Τριζόνια είναι ένα νησάκι φλύαρο. Πάντα όταν περνάμε από κει μου ψιθυρίζει στ’ αυτιά ξομπλιάσματα και φάμπουλες για να μην περάσω ξέμακρα και δεν του δώσω σημασία. Αντίθετα απ’ άλλα νησιά -πιο πιανούμενα- με προσκαλεί ν’ απαντέχω καρτερικά τη νύχτα για να αφουγκραστώ τα τιτιβίσματα των γρύλων, των τριζονιών από εκείνα που πήρε τ’ όνομα του. Εμένα μ’ αρέσει να ακουρμαίνομαι τα τριτριλίσματά τους και να λούζομαι τα λιογέρματα στις σταχτιές του παραλίες, στις χρυσοκίτρινές του ή στην κόκκινη άμμο του Αι Νικόλα, τη μικρή νησίδα που σφαλίζει τoν μικρό του κόρφο. Τα κύματα που σέρνονται ως τις ακτές του κάνουν την άμμο να λαμπυρίζει με χιλιάδες αιμάτινες αποχρώσεις και ξεβράζει στον αφρό -σαν από θεϊκή πεθυμιά- μικρά σμαραγδένια βότσαλα για να σου σύρουνε την προσοχή και να σ’ αιχμαλωτίσουν για μια στιγμή πλαγιασμένη εκεί στην όχθη χτίζοντας παλάτια αρχοντικά.
Τα Τριζόνια αποτελούσαν λοιμοκαθαρτήριο κατά την τουρκική κατοχή μέχρι να περάσουν μετά το 1821 στα χέρια του Αλή Πασσά. Ο πρόγονος του σημερινού πληθυσμού ήταν κάποιος Σταματογιάννης. Ένας Έλληνας που μετατοπίστηκε και κατοίκισε το νησί με τη συντροφιά μερικών βοσκών που έτρεφαν εκεί τα κοπάδια τους. Εκείνος ο προγεννήτορας θα ‘πρεπε να ‘ταν αρκετά “παραγωγικός” γιατί το νησί έφτασε να έχει πάνω από εκατό οικογένειες το 1928. Ύστερα το χωριό ερημώθηκε κατά την δεκαετία του 40 εξ αιτίας της κακουχίας και της μετανάστευσης και σήμερα μόλις κατοικούν τριάντα άτομα το χειμώνα. Το νησί συντηρείτε με τον τουρισμό που δέχεται τα καλοκαίρια, με τις ελιές και τα αμπέλια που επέζησαν στο ρημαδιό και ιδιαίτερα με τους λίγους ιστιοπλόους που προσεγγίζουν με τα σκάφη τους περιμένοντας ευνοϊκούς ανέμους στην τραβέρσα τους απ’ το Ιόνιο στο Αιγαίο κι αντιστρόφως.
Το νησί συνδέεται με τη στεριά που απέχει μόλις 500 μέτρα με τρεις βαρκούλες που πάνε κι έρχονται κουβαλώντας τουρίστες, μεταφέροντας ψαριές κι ύστερα επανέρχονται μ’ άλλους τουρίστες και φόρτωμα το χρειαζούμενο ψωμί. Το “πορθμείο“ το διατηρούν οι κάτοικοι του νησιού, υποθέτω δίχως τη συνδρομή του κράτους μ’ αυτή την αυτοχειριζόμενη αντιμετώπιση των περιστάσεων, που κατέχουν οι Έλληνες, για να επιζήσουν στην ιδιομορφία του εδάφους και τις αέναες αναποδιές τους.
Όταν ο Ωνάσης αποφάσισε ν’ αγοράσει ένα νησί όπως είχε κάμει ο ανταγωνιστής του Νιάρχος, λένε πως διάλεξε πρώτα τα Τριζόνια. Εκεί τον είδαν να φτάνει πολλές φορές με το κότερό του, το “Χριστίνα”, ή με το ελικόπτερό του για να παζαρέψει με τους ιδιοκτήτες της γης αλλά προκάλεσε μεγάλη λαϊκή αντίδραση κι έτσι ο μεγιστάνας έκανε πίσω. Ύστερα δοκίμασε με το Σκορπιό που τον κατοικούσαν μόνο γίδια και σε τούτη την περίπτωση δεν βρήκε δυσκολίες για να τους καταφέρει.
Είναι ξεροκέφαλα τούτα τα μελωδικά “τριζόνια”!
Στο γειτονικό Αι Νικόλα μια πινακίδα προειδοποιεί πως η νησίδα ανήκει από χιλιετηρίδες σε μια οικογένεια και απαγορεύει τη διανυκτέρευση στη γη του. Στέκονται μόνο ορθά, ένα ερειπωμένο αρχοντικό -που σίγουρα θα γνώρισε στο παρελθόν, μέρες δόξας- κι ένα ξωκλήσι γαλαζοασπρισμένο που δίνουν μια πινελιά χρωματιστή στην κοκκινωπή άμμο και στ’ αραδιασμένα στη σειρά πεύκα που υποκλίνονται προς την ανατολή αφήνοντας ξεκάθαρο ποιοι είναι οι αέρηδες που κυριαρχούν στη περιοχή. Τοπίο απόλυτα παρθενικό!
Η τοποθεσία των Τριζονιών στην είσοδο του κορινθιακού και η ασφάλεια του φυσικού λιμανιού, τα έκανε δημοφιλή σ’ όλα τα σκάφη αναψυχής. Αλλά λίγοι συνειδητοποιούν τι νόημα είχε η κατασκευή μιας δυσανάλογης μαρίνας σ’ ένα τόσο μικρό νησί εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Δεν θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου πως κάποιος θα άφηνε το σκάφος του σε ένα νησί που μπορείς να προσεγγίσεις μόνο με μια βάρκα και που οι επικοινωνία της με την Αθήνα είναι πιο δύσκολη απ’ ότι το ίδιο το ταξίδι του Ιάσωνα και των αργοναυτών. Αλλά η κονόμα είναι κονόμα, και στους κατοίκους κάποιοι φαίνεται τους πουλήσαν, πως εκείνο το έργο θα ‘ταν ο λυτρωμός τους.
Το έργο δεν τέλειωσε ποτές και σήμερα παρατημένο αιωρείται σ’ ένα νομικό κενό όπου κανείς δεν μπορεί να το εκμεταλλευτεί . Οι μόλοι γέμισαν πλεούμενα που οι κάτοχοί τους εγκατάλειπαν η παρατούσανε για κάποιο διάστημα, κι ούτε λέξη βέβαια πως δεν απόφεραν κανένα κέρδος. Λέγεται πως μια μέρα κατέφτασε μια οικογένεια Γερμανών με το ιστιοφόρο τους. Έδεσε στη προβλήτα, κι αυτοί ξεμπαρκάραν φορτωμένοι τις βαλίτσες τους κι από τότε κανείς πια δεν τους ξανάδε! Υπάρχει δε ένα σκαρί βυθισμένο στο μέσο της νηοδόχης που εμποδίζει τη δίοδο και μέχρι να διαλευκανθούν τα νομικά ζητήματα κυριότητος κανείς από τους κατοίκους δεν μπορεί να το ακουμπήσει. Μου κακοφαίνεται που το αναφέρω όμως μου προκαλεί γαλήνη κι ανακούφιση όταν το βλέπω πάντα εκειδά -σε κάθε ταξίδι- με τ’ άλμπουρά του να αναδύονται απ’ τα νερά σαν τα κεράκια που προεξέχουν απ’ τις τούρτες των γενεθλίων, δίχως τίποτα ν’ αλλάζει, με κείνη την ηρεμία και την προσδοκία πως τα πράγματα δεν αλλοιώνονται με τα χρόνια, ιδιαίτερα για μας που προερχόμαστε από χώρες στις οποίες όταν επιστρέφεις βρίσκεις αγνώριστη ακόμα και την εξώπορτα του σπιτιού σου.
Χαζεύω τη βαρκούλα να πλησιάζει πρωί πρωί γιομάτη με φαμίλιες με κουτσούβελα, φορτωμένα κουβάδες και σωσίβια. Το παιδολόι σκαρφαλώνει στην οροφή της βάρκας και σαλτάρει με τέτοιο σαματά που πρέπει να ξεκούφανε τον βαρκάρη, αλλά κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται. Κι όσοι από πριν γεμίσανε την παραλία μόλις τους βλέπουν να φτάνουν τους υποδέχονται ξεφαντώνοντας και κάνοντάς τους σινιάλα με τα χέρια. Τι ευχαρίστηση! Στη χώρα μου θα ‘χαν καταφτάσει ήδη οι λιμενοφύλακες και για την κοινή ασφάλεια -αμ πως!- θα τους είχαν μοιράσει ραβασάκια, γιατί αφήσανε -λέει- λυτά τα παλιόπαιδα… κι ύστερα…
Που είναι ο μηχανικός σου; Είναι υποχρεωτικό. Έχεις ληγμένο το πιστοποιητικό χειριστή πρώτων βοηθειών και θαλάσσιας ασφάλειας. Και το πιστοποιητικό σου μυοκτονίας; Που είναι η θυρίδα για την έκδοση εισιτηρίων; Ορίστε μας; Δεν έχεις τουαλέτα αναπήρων; Και το κυτίο θεραπευτικής μεθόδου απέναντι στο αγκύλωμα δηλητηριωδών ζωυφίων; Όπα! Ώστε δεν διαθέτετε κύριε, σκάλα αποβιβάσεως θεωρημένη και τοποθετημένη από κάποιον πιστοποιημένο εγκαταστάτη! … Βλέπω, βλέπω… Για δώσ’ μου -αν έχεις την καλοσύνη- να δω το δίπλωμά σου.
…Τα Τριζόνια, κατά κάποιο τρόπο υπήρξαν πάντα η αφετηρία των ταξιδιών μου!
Del libro de Ana MIL VIAJES A ÍTACA
Página 327, TRIZONIA LA ISLA CUENTACUENTOS