Περί Mπάλας και νοσταλγίας! Ενας περήφανος και ένδοξος σύλλογος
Μόλις κόντευα να γινώ δυο χρονών μωρουδέλι… κι είχε μπει για τα καλά το 1958!
– Με τέτοια κεφάλα ξουρισμένη, θα γίνει σπουδαγμένο το κουτσούκ’ μας, εξηγούσε η γιαγιά Αναστασία από μια μεριά…
Εγώ είχα τρυπώσει μπουσουλώντας πίσω από το τεράστιο κομοδίνο και έρποντας αρπάχτηκα απ’ το γείσο, ανασηκώθηκα και έριξα μια ματιά στη ξυλοκουζίνα με το χωμάτινο δάπεδο και το πλίθινο τζάκι οπού η κυρά Γιαννιού – όπως την έλεγε χωρατεύοντας ο “παππούς”-, έπλαθε φύλλο για τη σπανακόπιτα που για τους κατέχοντες ήταν το βραβείο Νόμπελ της σεριάς μας. Πρώτα η γερόντισσα που το ‘χε φέρει απ’ τη Μπρούσα – το ραβασάκι με τη ρετζέτα -, μετά η Γιανιού, η Ασπασώ κι η Πατρούλα, κι ύστερα πολύ ύστερα – όταν γίνανε τσούπες της παντρειάς και πιάνανε τα χεράκια τους, τα αποδέλοιπα, οι δυο χάριτες, οι αδερφές μου που με περνούσανε σχεδόν μια χούφτα χρονάκια κι ας μη το δείχναν.
Σε μια τέτοια στάση, – που δεν πάει πολύ καιρός, συνέλαβε κι η μαμά του σε απίστευτη πόζα το βαφτιστήρι μας, το μικρό Δάντη -, με αποθανάτισε η εκπληκτική είδηση που στα χαδιάρικα αυτιά μου ακούστηκε σαν κάτι θεσπέσιο και μελιτοφόρο…
– Εβίβα! Είμαστε νόμιμοι!
Μπλεγμένος στη νέοκυοφορία μου δεν καταλάβαινα ακριβώς τι σήμαινε το γεγονός αλλά παρ’ όλα αυτά ήμουν πρόσχαρος. Ήταν ότι κι αν ήταν δεν μπορούσε παρά να ήταν κάτι θετικό. Άρχισα να μετράω – στην άνηβη ηλικία που ήμουν υποχρεωμένος να παραταχθώ -, τα υπέρ και τα κατά μιας είδησης που ακόμα δεν είχαν αφομοιώσει ούτε οι πιο προχωρημένοι…
– Νόμιμο ποιο;
– Είμαστε νόμιμο σωματείο, αθλητικός όμιλος, εξωραϊστικός, …μνννν κάτι ακόμα, και εντάξει αυτό μετράει…
Αν πω ότι αποτραβήχθηκα μπουσουλώντας θα βγουν οι ορθόδοξοι να πουν ότι δεν μετράει γιατί ήσουν δυο χρονών νήπιο. Αν πω ότι ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που ονειρεύτηκα με τα μάτια ολάνοιχτα σαν πιάτα τον πρώτο τρικαρδιώτικο ύμνο, οι ρεαλιστές που θεωρούν τον ρομαντισμό ξεπερασμένο θα το περιγελάσουν, … κι όμως παραμένει ρυθμικά στο μυαλό μου…
… Είσαι της μπάλας “βασιλιάς”
η φούρια της παληκαριάς
μαύρα και κόκκινα φοράς
με τρεις καρδιές
στο μέρος της καρδιάς!
…κι αν πω ότι αναστηλώθηκα εκεί μπροστά ολόκορμα – όσο έφτανε το ελάχιστο μπόι μου – για να ζητήσω εξηγήσεις και να καταγράψω τα μελλούμενα θα πουν ότι το παρακάνω και καλλίτερα να ξεκινήσουμε ξανά την ιστορία από την αρχή!
Από σεβασμό και μόνο στους προγεννήτορες, θα το κάνω. Κι όχι επειδή συμπλήρωνα μόνο δυο χρόνια ηλικίας και μετρούσα ογδόνταπέντε πόντους! Όχι, από σεβασμό και μόνο…
Λίγα χρόνια μετά κι αφού είχα μάθει πρώτα να μπουσουλάω με στυλ, αργότερα να κρατιέμαι όρθιος, να περπατάω και να περιφέρομαι, να παίρνω τη σχολική τσάντα παραμάσχαλα κι ύστερα πολύ ύστερα να διαβάζω και να συντάσσω, συνειδητοποίησα την σπουδαιότητα εκείνης της είδησης που πλέον είχε παραμείνει σαν νεφέλη αλαργινή στη παιδική μου μνήμη.
Είχε ιδρυθεί, έτσι δίχως πολύ θόρυβο, δίχως τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα αλλά με συναίσθημα και κορυβαντικά ρίγη ο πρώτος ποδοσφαιρικός σύλλογος του χωριού. Κάποιος από τους κτήτορες ανέλαβε και την ευθύνη του βαπτίσματος. Ο σύλλογος πήρε το όνομα του μυθικού βασιλιά των Οινιαδών. Τρίκαρδος. Τρίκαρδος… τρι τρι τρι καρδος ολέ και τελείωσε…
– Άκου, εσύ δε είχες ούτε γεννηθεί κι εγώ δεν ήμουνα ακόμα παιδαρέλι, αλλά η πρώτη ομάδα του χωριού δεν ήταν ο Τρίκαρδος αλλά η ΑΕΚ, έκοψε τον ενθουσιασμό μου με το μαχαίρι ο μπάρμπα Στέφανος φέρνοντας βόλτα το ρακοπότηρο με την ιδιόχρωμη ρετσίνα στα ροζιασμένα από το μόχθο χέρια του.
– Ποια ΑΕΚ; διχογνώμησα στη ξαφνική και πρωτάκουστη είδηση.
– Όπως τ’ ακούς. Ρώτα και κάποιον μεγαλύτερο. Ξέρεις ότι εγώ δεν ασχολούμαι με κλο-
τσοσκούφια…
Πήρα τις ρούγες και τα σοκάκια αλαφιασμένος και φυλακίζοντας τον ιδρώτα στη παλάμη πριν τον στύψω και στερέψω στην έτσι κι αλλιώς πνιγμένη στον ιδρώτα φανέλα της αγαπημένης μου ομάδας που δεν αποχωριζόμουν παρά μόνο όταν αμετάκλητα έπαιρνε μέρος στη βδομαδιάτικη λάντζα της θείας Σοφίας που ήτανε βάγια μας και κουβερνάντα.
Στο κεντρικό κουρείο που ήτανε και επίσημο ποδοσφαιρικό στέκι της εποχής θρονιάστηκα στο ξεθωριασμένο σκαμνί λαχανιασμένος κι έριξα μια ματιά στους θαμώνες που ήταν αραχτοί στο στενόμακρο καναπέ σιγομιλώντας.
– Ξούρα ή με φράντζα, ψωμογέλασε σαν κάτι να ψυλλιάστηκε ο μπάρμπα Παντελής.
– Ότι θες, αλλά να ξέρεις δεν ήρθα για κούρεμα! Σιγομουρμούρισα χαϊδευτικά.
Ο μεσόκοπος ψαρομάλλης μπαρμπέρης έμεινε με το ψαλίδι μετέωρο.
– Αγόρι μου εδώ είναι κατάστημα, δεν ξομολογούμε…
Οι τρεις τέσσερις που καθόταν στο καναπέ ξεφυλλίζοντας την αθλητική εφημερίδα έβαλαν τα γέλια συνωμοτώντας κεφάλι με κεφάλι.
– Εντάξει. Αλλά θα σε πληρώσει ο μπάρμπα Γιάννης, δεν φέρνω λεφτά μαζί μου.
– Γι’ αυτό μη νοιάζεσαι αγόρι μου έχω ανοιχτό λογαριασμό μαζί του, αποφάνθηκε ο χωρατατζής μπαρμπέρης. Αλλά πες μου αν δεν ήρθες για κούρεμα γιατί ήρθες;
– Μπάρμπα Παντελή εσύ έπαιζες μπάλα, έτσι μου ‘χουν πει.
– Καλά σε πληροφορήσαν γιε μου, αλλά από τότες πάει καιρός.
– Πως τη λέγαν την ομάδα στο καιρό σου.
– ΑΕΚ. Αλλά με το πόλεμο δεν είχαμε ούτε τόπι με κουρέλια να παίζουμε. Άλλα τόπια παίρνανε τότες φωτιά…
– Θες να πεις ότι ήδη υπήρχε και πριν τον πόλεμο η ομάδα;
– Αμέ, απ’ το τριανταέξ! Αθλητική Ένωση Κατοχής. Έτσι ήταν το όνομα της ολόκληρο.
– Α, για μια στιγμή νόμισα πως είχε να κάνει με τη μικρά Ασία και την μεγάλη ΑΕΚ. Το δικέφαλο…
– Μπορεί. Ποιος ξέρει. Συνωνυμία ή όχι μεγάλη η χάρη της. Αν δεν υπήρχε η ΑΕΚ ποτέ δεν θα γινόταν ο Τρίκαρδος. Τότε τα σωματεία ήτανε εντελώς ερασιτεχνικά και μέχρι το εξήντα τόσο δεν μπήκε ούτε κι ο Τρίκαρδος σε πρωτάθλημα. Τα παιδιά ξενιτευόταν να παίξουνε λίγη μπάλα με ενδιαφέρον. Άλλοι στο Αιτωλικό, άλλοι στο Μεσολόγγι κι άλλοι πέρα απ’ τα σύνορα.
– Μέχρι πότε αυτό μπάρμπα Παντελή;
– Εγώ παιδί μου, έπαιζα με την ΑΕΚ και να σου πω και με ποιους. Για το Τρίκαρδο ξέρουν άλλοι καλύτερα. Εμένα μου φαίνεται ότι ιδρύθηκε το 1958 αλλά καλύτερα να πληροφορηθείς από κάποιον πιο όψιμο.
– Ευχαριστώ πολύ μπάρμπα, θυμάσαι κανέναν συμπαίχτη σου;
Και πριν καν προλάβει να μου απαντήσει είχα σηκωθεί μισολαμπυρισμένος κι έβαζα πλώρη για την εξώπορτα.
– Αυτοί που παίζανε τότες στην ΑΕΚ ή τη ζήσανε από κοντά φτιάξανε μετά και το Τρίκαρδο. Ο Μπέτσος, Ο Μητράκης ο Μαχαλιώτης, ο Κρασσάς ο Χρήστος, ο Κ. Διαμαντόπουλος (ο Ραματζής) που ‘χε ‘ρθει απ’ το Μεσολόγγι, οι Γκασουκαίοι… έφτανε μακρινή η φωνή του γκριζομάλλη κουρέα στ’ αυτιά μου καθώς απομακρυνόμουν.
– Μπάρμπα Παντελήηηηή, φώναξα στρίβοντας τη γωνιά και πλέκοντας κοχύλι τα χέρια στο στόμα. Τι χρώματα είχε η ομάδα;
– Τέτοιο ξύπνιο παιδί και καμία φορά αποβλακώνεσαι! Βγήκε ο μπάρμπα Παντελής στο κατώφλι… Μαυροκίτρινα βρε, τι άλλο θα ‘τανε. Μαυροκίτρινα!…
– Ώστε μέχρι το χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ δεν ιδρύθηκε η ομάδα; Ρώτησα αθέλητα τον “πρόεδρο” κάνοντας τον ανυποψίαστο.
– Ορίστε; Όλοι κάνετε το ίδιο σφάλμα. Η ομάδα ιδρύθηκε ακριβώς στις εννιά έκτου του χίλια εννιακόσια πενήντα επτά. Άσχετα αν δεν δηλώθηκε νόμιμα μέχρι τον επόμενο χρόνο όταν παρουσίασε το καταστατικό.
– Παρ’ όλα αυτά στη φανέλα αναφέρεται αυτή η τελευταία χρονολογία. Αλήθεια σε ποια κατηγορία άρχισε;
– Μέχρι το εξήντα έξη ναι μεν ήταν αναγνωρισμένη αλλά έπαιζε μόνο φιλικά. Το εξήντα έξη και εξήντα εφτά έπαιξε γ’ και β’ Πατρών. Μετά από δυο χρόνια – το 68- εντάχθηκε στην ΕΠΣ του νομού όταν και ανεξαρτητοποιήθηκε από την ΕΠΣ Πατρών.
– Ήταν η εποχή που εσύ κι ο Αρίστος είχατε “μεταναστέψει” στον Άρη Αιτωλικού;
– Αν ήθελες να παίξεις σε πρωτάθλημα δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
– Όταν ανέφερα τη φανέλα, σούφρωσες τα χείλη. Τι πέρασε απ’ το μυαλό σου;
– Μίλησες για τη χρονολογία που διαφέρει κατά ένα χρόνο από τη χρονολογία ίδρυσης… Και με συγκινούσε περισσότερο το παλιό έμβλημα στη φανέλα της ομάδας. Τρεις καρδιές! Τρεις καρδιές, η πιο μεγάλη ακριβώς στο ύψος της καρδιάς. Γι’ αυτό είμαστε ο Τρίκαρδος, όχι μόνο απ’ το πριγκιπόπουλο…
– Τρεις καρδιές σε λευκό φόντο;
– Καλά σου ‘λεγε ο μπάρμπα Ξούρας ότι πολλά λες και χάνεις το νήμα… Κοκκινόμαυρη ήταν η φανέλα μας αγόρι μου. Μαύρο και κόκκινο, ποτέ δεν άλλαξε στο βάθος όσα χρόνια κι ας περάσουν. Μαύρο και κόκκινο και τρεις καρδούλες στο μέρος της καρδιάς. Κι αν θες τη γνώμη μου εγώ θα ‘βαζα 09/06/1957 στη λεζάντα.
Α! Να επιτέλους που είχα το πρώτο βασικό στοιχείο για να συνεχίσω την ερευνά μου σχετικά με τον επίσημο ποδοσφαιρικό όμιλο του χωριού. Όσον αφορά αυτό το κατά πολλούς αγγλόφερτο και δημοφιλέστατο παιχνίδι που όμως στην πραγματικότητα κατάγεται από το ελληνικό αρχαίο άθλημα του Επίσκυρου κι όχι από την ψευδοπαρακαταθήκη των αγγλοσαξόνων, ο “πρόεδρος” είναι – και παραμένει – στο τοπικό ποδόσφαιρο, ότι η εγκυκλοπαίδεια Λαρούς στην παγκόσμια ιστορία. Έτσι έμαθα ότι η ομάδα στη πραγματικότητα ιδρύθηκε το καλοκαίρι του πενήντα επτά οπότε οι ιαχές που πάντα κρατούσα στο δίχρονο μυαλό μου για την νόμιμη αναγνώριση των καταστατικών της είχαν έρθει ένα χρόνο σχεδόν αργότερα. Αλλά όμως έμαθα πως άνθρωποι που δεν είχαν ειδικό ζήλο με τη μαγική σφαίρα αλλά αγαπούσαν το χωριό με άλλους που ήταν λάτρες του παιχνιδιού κάθισαν και αποφάσισαν την ίδρυση του Τρικάρδου χωρίς ανταλλάγματα. Μια ομάδα απλών πολιτών μεταξύ των οποίων ένας εστιάτορας, ένας παντοπώλης και κάποιοι αγρότες…..
Όταν ρώτησα τον συνομιλητή μου να μνημονέψει αυτά τα ονόματα μπόρεσα να κατα-γράψω μόλις τρία τέσσερα – αν και υποψιάζομαι ότι θα ‘ταν περισσότεροι οι φταίχτες και τα οποία παραθέτω συμβολικά: Δημήτρης Μπέτσος, πρώην πανελληνιονίκης στο στίβο, Μάκης Κοκοτός, Μήτσος Ράπτης, Μητράκης Μαχαλιώτης… Ας με συγχωρέσουν αν κάποιοι άλλοι θα ‘πρεπε να αναφερθούν μαζί τους κι από άγνοια δεν αναφέρονται, όμως η θύμηση μας και η ευγνωμοσύνη αφιερώνεται και σε αυτούς – τους γνωστούς ανώνυμους -, με την ίδια σπουδαιότητα… Γιατί η πρόθεση μας είναι η αναθύμηση της – για πολλούς – άγνωστης ιστορίας της ομάδας του χωριού μας και όχι η προσωπικές αναδείξεις. Αφετέρου θα θέλαμε με αυτή ακριβώς την παρότρυνση να ενδιαφερθούν οι νέοι του χωριού και να ανατρέξουν στην πραγματική ιστορία του ομίλου μέσω των παραδόσεων και των εξιστορήσεων που σίγουρα οι μεγαλύτεροι τους θα θυμούνται καλύτερα. Εγώ για την ιστορία θα παραθέσω εδώ – εκτός των αναφερομένων – μόνο κάποια άλλα ονόματα που χρονολογικά από την ΑΕΚ έως τον Τρίκαρδο των “60’s”, έμειναν στη μνήμη των περισσοτέρων σαν αξέχαστοι μύθοι που υποστηρίξαν τα χρώματα των ομάδων του χωριού: Δ. Τρούπος – Γ. Χριστοδουλής, – Μ. Μπαρμπέρης – Γ. Διαμαντής – Χ. Κρασσάς – Π. Ρόμπολας – Γ. Ρόμπολας – Ν. Λαχανάς – Γ. Μεταξάς – Μ. Πλαστήρας, Γ. Γαρμπής… και τόσοι άλλοι.
Ακόμα νοιώθω την ηχώ από της φωνές της μάνας μου όταν χανόμουν με τις ώρες στην κάτω αλάνα – εκεί στις λάκκες – παλεύοντας ως το σούρουπο με τη ξεφτισμένη από τις κλωτσιές μπάλα, μπας και απ’ τη κούραση καθίσει να τη κοντρολάρω, να τη ζαλίσω αριστεροδεξιά ή να την καρφώσω με το στανιό στα αόρατα δίχτυα που φάνταζαν κρεμασμένα από τα δυο στραβά λιόκλαδα που παρίσταναν το τέρμα. Λίγα χρόνια μετά έβαλαν και δοκάρια – ξύλινα – αλλά αυτό δεν εμπόδισε τις χαμηλές αγριελιές να φυτρώνουν ακόμα και μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Εκείνα τα χρόνια και ακόμα παλιότερα τα ωράρια ήταν “ηλιακά” σαν τα αρχαία ρολόγια. Οι προπονήσεις άρχιζαν με το μεταμεσήμερο και τέλειωναν με τη δύση του ήλιου, γιατί ούτε λαμπιόνια έφεγγαν, μήτε προβολείς, “μάιδε” φωτιστικά μοντέρνα, κατά τη δημοφιλή φράση της θείας Καίτης. Αλλά άμα υποστηρίξω ότι δεν έζησα – μέρα με τη μέρα -, σιλουέτες να κινούνται αδιάκοπα κάτω απ’ το φως του φεγγαριού κυνηγώντας ένα τόπι από σκληρό πετσί εκεί κάτω στις λάκκες ή στις άλλες αλάνες του χωριού θα με βγάλουν ψεύτη όλοι όσοι το ζήσαν πριν από μένα. Αν και – για να πω τη μαυραλήθεια -, κάποιος μου σφύριξε ότι μερικοί ερωτιάρηδες από εκείνους τους βιρτουόζους λεβέντες – αμούστακα παιδιά ακόμα -, παρατείναν την προπόνηση στο μισόφως, απ’ το σούρουπο μέχρι αργά τη νύχτα, γιατί αντιλαμβανόντανε τα μάτια από τις γειτονοπούλες καρφωμένα με θαυμασμό επάνω τους. Έτσι αθώα γεννήθηκαν ουχί ολίγα αρραβωνιάσματα από “ζογκλέρ” και μοδιστρούλες, που λίγο λίγο πλήθαιναν τον ποδοσφαιρικό πληθυσμό του χωριού. Βέβαια τα παιδαρέλια – που με τους μεγάλους ξεχνιόντανε στα περιθώρια του γηπέδου σκαρώνοντας διτέρματα και μεσογήπεδα -, εξαφανίζονταν με τις πρώτες καμπάνες των εσπερινών γιατί έβγαιναν οι κυρούλες στα προαύλια και στις κατηφόρες με άγριες προυποθέσεις και με τη σκούπα στο χέρι, και τη φέτα το ψωμί με ζάχαρη και λάδι στο άλλο, να τους συναπαντήσουν. Οι μεγαλύτεροι καθόταν ως αργά να ξελακώσουν τις άγριες κληματαριές, λιγιές και βούρλα που φύτρωναν ασύδοτα στο ποτισμένο από τις συχνά πλημμυρισμένες “λάκκες” εδαφος, το επίσημο τότες γήπεδο του οινιαδίτικου Τρικάρδου!
Μόνο απ’ τους παλιότερους είχα ακούσει για το πρώτο γήπεδο στο παλιοπήγαδο. Ύστερα ήρθε η ώρα των “Ντανέικων” εκεί στις λάκκες και το γηπεδάκι στον αλευρόμυλο του Καραβιά. Όταν το γήπεδο μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση παρέμεινε θαρρείς εκεί για πάντα. Μέχρι το χίλια εννιακόσια εξήντα έξη δεν επανδρώθηκε μια ισχυρή πρώτη ομάδα, κι υστερότερα ενισχύθηκε οριστικά από τους “αποδημήσαντες”, που γυρίσαν με ενθουσιασμό και όνειρα στην ομάδα της καρδιάς τους. Μάλλον των τριών καρδιών με τη μεγάλη στο μέρος της καρδιάς τους…
Τόσο σ’ εκείνη την εποχή αλλά και στις προγενέστερες δύσκολα εύρισκες κάποιον ποδοσφαιριστή της ομάδας να τον φωνάζουν με το όνομά του. Οι πιο ταλαντούχοι και φημισμένοι ποδοσφαιριστές της έσερναν χαιδευτικό κουσούρι και τα “πολεμικά” τους ονόματα…
O Κανάγιας στο τέρμα αλλά κι ο Παγούρας. Ο Μάναρος δεξί μπάκ ή πιο αργότερα ο Νίκος ο Άγριος. Ο Γκιούγκιος ο παίδαρος κι ο Μπέμπης ο καρδιοκλέφτης, κεντρικοί αμυντικοί. ο Γόμπρας θεωρούσε πιο σωστό τον όρο “σέντερ μπάκ”, ο βιρτουόζος Τυρινός στο κέντρο έκανε διαβολιές μέσα έξω όπως κι ο “υποατομικός” Καβάτσας έξω αριστερά. Ο Μπαστούνας…, δεν θυμάμαι τι ακριβώς έπαιζε αλλά μάλλον είναι εύκολο να μαντευτεί από το παραγκώμι. Κι αν πρέπει να απολογηθώ για την άγνοια μου σχετικά με τις θέσεις αλλουνών – στην επίθεση ή στην άμυνα-, τουλάχιστον μπορώ να τους ονομάσω όπως τους είχα ακούσει ή τους είχα ζήσει ορισμένους από κοντά. Κάποιον τον λέγαν Φαγοπούργη απ’ το Λεσίνι, αλλά δεν ξέρω αν ήταν επώνυμο ή παρατσούκλι. Το ίδιο μου συνέβηκε με τον Μανώλη τον Σβιτζούρη ή τον αστακιώτη Κουρκολιό. Ένας από τους ποιο ξεχωριστούς “Μακραίους”, έμεινε γνωστός ως Στρογγύλης και τον Παντελή τον Μάτσικα πολλοί τον έλεγαν “έμπορο” αντί με τ’ όνομα του… Ξεχωριστή θέση θα ‘πρεπε να δοθεί στον πιο υστερογενέστερο τρικαρδιώτη, το Γιώργο Γαλανό, τον “θρυλικό“ κουκουβάγια που έφτασε να παίξει στη πρώτη εθνική με τον Παναιτωλικό και δεν πήγε παραπάνω γιατί ήταν τόσο δεμένος με τη θεά μπάλα όσο κι ερωτευμένος με τον θεοπόταμο Αχελώο! Τόσο ο Γιώργος όσο κι ο “Πρόεδρος”, ή ο γέρο Μπέτσος αλλά κι άλλοι από τους επιφανείς ποδοσφαιριστές της ομάδας διετέλεσαν και διέπρεψαν μετά σαν προπονητές ή διευθύνοντες του συλλόγου. Ολοι απο υπερβολική αγάπη κι όχι γιατί είδαν ποτέ ένα γρόσι, νομίζω.
Κι όχι μόνο τα “χαϊδευτικά” είχαν την μικρή αστεία ιστορία τους αλλά και διάφορες κωμικοτραγικές καταστάσεις που διαμορφωθήκαν με τον καιρό σε τοπικά ανέκδοτα. Εξηγούσε λοιπόν ο διαλεγόμενος μου ότι μια μέρα εμφανίστηκε στο νοσοκομείο -όπου είχαν εισάγει το πατέρα του το μπάρμπα Στάθη -, ο Μπάμπης ο Μακρής του Ιωάννη – για όσους δεν τον θυμούνται με το όνομά του, ο αείμνηστος Τυρινός – και για να παρηγορήσει τον συμπαίχτη του που θα ‘χανε εκείνο το σπουδαίο παιχνίδι, με την αφέλεια που χαρακτηρίζει όλες τις μεγάλες “καρδιές” του Τρικάρδου του πετάει με στόμφο…
– Αδερφέ, μη στεναχωριέσαι. Θα λείψω μόνο δυο ώρες. Εσύ κάθισε εδώ, εγώ καθαρίζω. Πάω τους βάζω τρία, τέσσερα γκολ κι έφτασα. Έλα σου λέω. Ανεβαίνω, τους βάζω τρία τέσσερα γκολ και ξαναγυρίζω!
Το ‘πε και το ‘κανε ο Μπάμπης. Πήγε στο Μποχώρι, έβαλε τρία γκολ, ανέβασε το σκορ στο επτά – δυο, και ντύθηκε στα γρήγορα να γυρίσει στο νοσοκομείο να κάνει παρέα στο “μικρό” αδερφό, όπως είχε τάξει στον συμπαίχτη του. Η μια απ’ τις τρεις καρδούλες στο στήθος του – καθώς λέει ο Γιώργος-, έλαμπε κατάφωτη ή ήταν δακρυσμένη!
Σ’ αυτό το δεύτερο που θα αναφερθώ ήμουν μπροστά κι ακόμα γελάω όταν το θυμάμαι. Ήταν εκείνη την εποχή που τα παιδιά έπαιζαν “σε κατηγορία αλλού”, επειδή ακόμα δεν είχε μπει ο Τρίκαρδος επίσημα σε κατηγορία. Ένα τσούρμο παιδαρέλια περιμέναμε το λεωφορείο που έφερνε πρώτα τους δικούς μας στο χωριό και μετά – σαν πλανόδιο γαλατάδικο – έσπερνε ψυχές στα άλλα χωριά μέχρι να φτάσει στο προορισμό του, στο γήπεδο του Αιτωλικού… Αφού κατέβηκαν οι τρεις δικοί μας με κατσουφιασμένα πρόσωπα και φανερό άχτι, σέρνοντας τα σακβουαγιάζ στην άσφαλτο, κατέβηκε κι ο βλάμης ο έφορας να τους παρηγορήσει και να τους ξεπροβοδίσει ίσαμε τα σπίτια τους.
– Μάκο, ε φιλε Μάκο… – Του σφύριξε ένας μπόμπιρας που δεν έχανε ευκαιρία να ακολουθεί το ποδοσφαιρικό καραβάνι όπου κι αν βρισκόταν. Πόσο πήγατε βλάμη;
Ο κοντογείτονας τον κοίταξε καλά καλά και σκέφτηκε: Η θα του ‘ριχνε θεϊκή κατραπακιά ή θα τον αγνοούσε γιατί τα νέα έφταναν ποιο πριν κι απ’ το λεωφορείο κι εκείνο το μυξιάρικο σίγουρα θα ‘ξερε ότι είχαν χάσει με 8-1! Αλλά αντί να αποφασίσει το ένα ή το άλλο, και με μια απίστευτη σοβαρότητα γύρισε στον παιδικό όχλο και τους μίλησε με τρυφερότητα.
– Η αλήθεια – παιδιά – είναι ότι είχαμε ατυχία! Χάσαμε ένα πέναλτι κι είχαμε ένα τακουνάκι κι ένα κόλπο!
Το παιδομελισσολόι σκόρπισε στα γέλια…
– Ναι βρε Μάκη μου αλλά πόσο πήγε το αποτέλεσμα; Βγήκε συνήγορος του παιδόκοσμου ο μπάρμπα Τζώρτζης που είχε φήμη ανεκδίκητου χωρατατζή.
– Α στο διάολο μυξιάρικα! Και συ μπάρμπα άντε να βρεις κάνα άλλο λαγό από κείνους που ξέρεις… εκδικήθηκε το γέρο Τζώρτζη για μια ανδραγαθία που ‘χε σκαρώσει στην ίδια τη κουνιάδα του και της πάσαρε γατί ξεγυριστό για κούνελο,… αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, και άλλης εποχής…
-Έλα, έλα Μάκη μου και μας πήρανε χαμπάρι, τον αποτράβηξε ο κιτρινόμαυρος πρόεδρος. Δε λες που χάσαμε οκτώ ένα…
Ανέβηκαν στο λεωφορείο και μουκάνισε η μηχανή του ξεχαρβαλωμένου “Σκάνια”, παίρνοντας το δρόμο για τ’ Αντελικό…
Για την δοξασμένη ΑΕΚ το μόνο ανέκδοτο που μου διηγήθηκαν κάποιοι παλαίμαχοι τότες, ήταν όταν σε μια μετακίνηση στη Ρίγανη με τρακτέρ και ρυμούλκες (σύνηθες φαινόμενο για την εποχή) η ομάδα μας που ψηφίζονταν απ’ όλους σαν ακλόνητο φαβορί άρχισε στα πρώτα λεπτά του αγώνα με ένα γκολ κόντρα! Τότε αρχίσαν οι καμπάνες της εκκλησιάς της Ρίγανης να χτυπούν ασταμάτητα πανηγυρίζοντας σαν να ‘χε τελειώσει μόλις ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Παρεξηγημένοι και γινατιασμένοι οι Κατοχιανοί άρχισαν να τρέχουν σαν δαιμονισμένοι πάνω κάτω, σχεδιάζοντας κινούμενα σχέδια πάνω στο χαλίκι μέχρι να σπατσάρουν το παιχνίδι με ένα σκανδαλώδες 7-2, φαίνεται το νούμερο τοτέμ των μεγάλων σκορ της ομάδας. Η υπεράνθρωπη προσπάθεια, τους τους έφερε στο απεριόριστο και σ’ όλο το δρόμο της επιστροφής από τον ιδρώτα και την εξάντληση ζητούσαν στα τρακτέρ να σταματήσουν κάθε τόσο για να κατέβουν και να κορέσουν τη δίψα τους ρουφώντας από τις θερισμένες σταριές που ‘χαν κρατήσει νερό απ’ την βροχή της προηγούμενης μέρας.
Αν θεωρήσουμε ότι ο ιστορικός ΠΑΣ Γιάννινα ιδρύθηκε μόλις το χίλια εννιακόσια εξήντα έξη, την ίδια ημερομηνία που ο Τρίκαρδος έμπαινε σε επίσημη κατηγορία, μπορούμε να αναλογιστούμε την αρχαιότητα και το κύρος της οινιαδίτικης ομάδας. Κι αν ακόμα ανατρέξουμε πιο πίσω, στο προγόνι του, την ΑΕΚ τότες σιμώνουμε σε δόξες τέτοιων συλλόγων που έχουν σηκώσει τρόπαια και τρόπαια στην πρώτη εθνική κατηγορία.
– Οι κληρούχοι μου, μου ‘λεγε ο “μπάρμπα Γιάννος”, – που αν και δεν τον ενδιέφερε ποτέ το ποδόσφαιρο δεν ξεκόλλαγε από το γήπεδο ούτε σε αγώνες ούτε σε προπονήσεις μπας και στριμώξει κάποιον να του παραδώσει “το γράμμα” απ’ τα αγαπημένα του πρόσωπα και να ψαρέψει το πενηντάλεπτο για χαρτζιλίκι-. …Ο Φραγκο-Νάσος, με το γέρο Μπέτσο, τον Χρήστο Καραβιά και το Μάναρο ήταν αυτοί που σώσανε την ΑΕΚ στη κατοχή. Α κι ο Φάντης κι ο Μάκιας… μετά όμως, πιο ύστερα…
– Θες να πεις στη γερμανοκρατία όταν λες κατοχή…
– Όπως στα λέω, θυμήσου τα. Ήταν γενναίος κόσμος, κάθε ένας με τα κουσούρια του, αλλά σταχωμένοι όλοι τους… και δεν είχανε τότες με τι να διασκεδάσουν παρά το ποδόσφαιρο.
Είχε μείνει στην ιστορία η επική σύγκρουση ενάντια στον μεγάλο Αριστείδη Παπάζογλου που ‘χε έρθει στο χωριό να παίξει φιλικό με ένα συνονθύλευμα παικτών από την Αθήνα. Ο άτυχος και τεχνικά πολυπροικισμένος εξτρέμ του Ολυμπιακού άφησε το ποδόσφαιρο και τη ζωή στα τριάντα του από την επάρατο νόσο.
Παρ’ όλο που η ομάδα έφτασε σε τελικούς, πήρε πρωταθλήματα – τη δεκαετία του 80 – και το κύπελο το 86/87, διετέλεσε ακόμα και στη δ’ κατηγορία το 93/94, η μνημειώδης εμφάνιση απέναντι στον αδικοχαμένο διεθνή παίχτη έμεινε πάντα σαν ένα από τα κατορθώματα του ποδοσφαιρικού Γκιούλιβερ του χωριού. Για τους προεστούς και τους αιώνιους παλαίμαχους του χωριού οι νέοι παίχτες δεν ξεπερνούσαν τους χαρακτηρισμούς όπως παιδαρέλια κι αμούστακα κουτσούβελα ενώ οι παλιοί ήταν πάντα στην καρδιά τους και την υπόληψη τους σαν παλληκαράδες, μάγκες και τζιμάνια της θεάς εκείνης που λέγεται μπάλα. Γι’ αυτό και για μένα υπεξαιρώντας ακόμα και την προσωπική φιλαυτία η “παλιά” ιστορία, – η πραγματική -, του Τρίκαρδου απογειώνεται και τελειώνει εκεί κάπου στο 1975. Ελπίζω οι μεταγενέστεροι να γράψουν το επόμενο -μακάρι πιο δοξασμένο- κεφάλαιο.
Περνώντας το ποτάμι, κι ύστερα τη Μπούζα, τ’ Αντελικό και μέχρι το Μεσολόγγι και τ’ Αγρίνιο, – αν και ποτέ δεν χυθήκαν οι δάφνες της ενδοξοτάτης “Σφαίρας” να στεφανώσουν τους ένδοξους -, υπήρξαν και θριάμβευσαν ομάδες σαν την ΑΕΜ, το Παναιτωλικό, τον Όμηρο ή τον Άρη… Αλλά νομίζω ότι καμιά δεν έφτασε να σαϊτεύσει τόσο βαθιά τις καρδιές των οπαδών, όσο ο Τρίκαρδος. Θες να ‘ταν το ένδοξο όνομα του πριγκιπόπουλου, οι τρεις καρδιές στην ευθεία της καρδιάς, το ασήμαντο τρόπαιο της χωρικής ποδοσφαιρικής ηδονής, η ανέμελη συνουσία του άυλου εναγκαλιζόμενη με την ποδοσφαιρική απονήρευτη υλοποίηση, ή ο ποτάμιος σφετερισμός της βιρτουόζας κληρονομιάς που ‘χε αφήσει ο άγαρμπος ποταμός στις όχθες της οινιαδοκληρονόμου Κατοχής…
…Όπως και να ‘ναι εγώ έτυχε να ζήσω λίγο – πολύ λίγο – από το πριν, λίγο – πολύ λίγο – από το έπειτα, ελάχιστα από το μετά και σχεδόν καθόλου απ’ το μετέπειτα αυτού του υπερβολικού ποδοσφαιρικού συλλόγου…
Αλλά θα τον φέρνω πάντα στη καρδιά μου, εκειδά που κατοικούν οι τρεις καρδιές του, πάνω κάτω… στο μερος της καρδιας!
Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης στην εφημεριδα Αιχμη:1/12/2017
R d F