Mínos Zótos (1905-2005)

Minos con su adorada Maria Polidouri. Un amor fuera de la materia y una espera resurrecta . Fotos del ultimo y único libro de la colección del poeta publicado por su sobrina en el 1956.
Han pasado cien años desde que nació el malogrado poeta. La verdad no conocía mucho de él y a raíz de un humilde homenaje en nuestra tierra natal me hice con dos de sus antologías y …les eché un vistazo. Vi el alma inocente y párvula-a pesar de sus 25 años- de un muchacho que reunía todos los sinónimos de “inmaduro”: Verde, precoz, agraz. Su poesía, sencilla, con tintes melancólicos, mezclando lo clásico con lo cotidiano, buscando las rimas desesperadamente -incluso donde no las hallaba-, intentando estar a la altura de sus adorados Kariotaki y Mirtiotissa y a su abstracta amada Maria Polidouri. La verdad me decepcionó algo el encuentro más que nada porque tenía la intuición de que me iba a topar con un nuevo Costís Palamás – influenciado sentimentalmente por nuestra común procedencia-, y me encontré con un timorato remedador de contertulios, concurrentes, o conterráneos consortes de la generación del 27,-la griega no la española-, quien andaba un poco despistado intentando no pisar las huellas dejadas por los otros dos poetas “malditos” de su generación que por aquellas casualidades -el termino casi siempre invoca lo trágico-, de la vida, murieron igual de jóvenes, igual de desolados, igual de desdichadamente venerados…
Eso pasó en la inmediatez de lo ocurrido. Mientras el ojo escaneaba y el cerebro intentaba procesar datos y significados, melodías y disonancias, y mientras una ligera decepción empezaba a invadir a mi incondicional predisposición a quererle, amarle y protegerle como en todas las uniones “bendecidas” sucede… ¡Pero hasta finales del año, no ocurrió! Aunque repasé y “reparé” varias veces sus versos – ya me había hecho con su tercera colección que se publicó después de su muerte-, intentando autoconvencerme que, quizás me había equivocado de que mi “Kariotakis” era igual de penetrante, lúcido, talentoso y genial como el original.
Y entonces se me ocurrió traducirlo. Adaptar algunos de sus poemas al castellano, inventarle un alma íbera, en otra vida, en otra dimensión, allá donde solo existen las melodías y los susurros, los romances y los versos…Donde habita la imperfección de la excelencia y la exactitud de lo inconcluso…
Y, ¡Hallósele! Esculpiendo a su “Paloma negra”, aquella poesía que ya presentaba detalles de su alcance y que de repente trasladé casi sin quererlo a esta época actual, ¡y ahí le encontré! De tal manera que me permití amarme -a mí también-, un poquito por el hallazgo. No como poeta sino como “científico”. Porque no descubrí a su valor poético -el del momento-, sino su dimensión. Su trascendencia y su evolución a través de los años. Encontré al poeta que sería, que llegaría -si hubiese vivido los años que le tocan a un dotado-; transformándose, progresando, mejorando día a día. Tropezando, levantándose y corrigiéndose entre borradores y garabatos. Cien años después tendí la mano a un genio poético, sensible, enamorado de sus estrofas y composiciones intachables, unísonas, mensajeras… Rehusando sus debilidades, sus padecimientos. Abrazando las expectativas, los anhelos y la dignidad donde algún día merecía llegar, un día de esas que el cruel destino no le dejó alcanzar…
¡Es verdad! Confieso que manipulé una pizca sus palabras. Es verdad que extendí o recorté algún que otro fragmento. Es verdad que en alguna ocasión inventé algo gramatical, etimológico, lexicográfico, o encajé formas de entonces al trivial contemporáneo, pero para nada toqué los sentimientos, no me acerqué a su animosidad, no reinventé lo que no dijo, no me atreví desnudar su desnudez. Minos quedó intacto en sus versos cien años después! Si acaso -si puedo alardearlo-estoy seguro de que: este poeta de veintisiete años que en un primer contacto me decepcionó -como todos lo hacen a tan temprana edad- progresaría hacia la excelencia. Como lo harían -aún más- Lorca, Alfonsina o Kariotakis.
R d F Otoño 2005, Sitges.
Μίνως Ζώτος (1905-2005)
Διάβηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του αδικοχαμένου ποιητή. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον γνώριζα καθόλου μέχρι που σε μια ταπεινή εκδήλωση φόρου τιμής -στη γενέτειρα μας-, απόκτησα δυο από τις ποιητικές του ανθολογίες και…τους έριξα μια ματιά. Ένοιωσα μέσα τους την εύθραυστη κι άδολη ψυχή -παρ’ όλα τα εικοσιεφτά του- ενός εφήβου που συγκέντρωνε όλα τα συνώνυμα του “ανώριμου”: Άμεστος, Άγουρος, Πρώιμος. Η ποίηση του, απλή, κόσμια, με μελαγχολικές αποχρώσεις, μπλέκοντας το κλασικό με το καθημερινό, αναζητώντας τις ρίμες απελπισμένα -ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν-, πάσχοντας να κρατηθεί στο ύψος των λατρεμένων του Καρυωτάκη και Μυρτιώτισσας, ή της πλατωνικής του αγαπημένης, Μαρίας Πολυδούρη. Μεταξύ μας, με απογοήτευσε κάπως το συναπάντημα, πιο πολύ γιατί είχα την προαίσθηση ότι θα ανακάλυπτα έναν καινούργιο Κωστή Παλαμά -επηρεασμένος συναισθηματικά και από την κοινή μας προέλευση-, και μόλις βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ντροπαλό ζηλωτή συνδιαλεγομένων ανταγωνιστών ή ομοχώριων συντρόφων της γενιάς του 27, (της ελληνικής κι όχι της ισπανικής) που βρισκόταν αμήχανος ανάμεσα τους προσπαθώντας να μην πατήσει τα χνάρια που αφήναν οι άλλοι δυο “αξόρκιστοι” ποιητές της γενιάς του κι εξαιτίας εκείνων των συμπτώσεων στη ζωή –ο όρος αεί επικαλείται τραγωδία-, χαθήκαν το ίδιο νέοι, το ίδιο απελπισμένοι, το ίδιο, -κακή τη μοίρα-, λατρεμένοι…
Αλλά αυτό συνέβηκε στην αμεσότητα του γεγονότος. Καθώς το μάτι έκανε σάρωση και ο εγκέφαλος προσπαθούσε να επεξεργαστεί στοιχεία και έννοιες, συγχορδίες και παραφωνίες, κι όπως μια ανάλαφρη απογοήτευση άρχιζε να κατακτά την κατηγορηματική προδιάθεση μου να τον αποδεχτώ, να τον αγαπήσω και να τον προστατεύσω έτσι όπως σ’ όλες τις ευλογημένες συνοχές συμβαίνει… Παραταύτα μέχρι το τέλος του έτους δεν αρμολογήθηκε το κράμα! Αν και ανασκόπησα και “μετασκεύασα” πολλές φορές τους στίχους -πλέον είχα προμηθευτεί την τρίτη και τελευταία ανθολογία του που είχε εκδοθεί μετά το θάνατό του-προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως, ο “δικός μου” Καρυωτάκης ήταν το ίδιο διαπεραστικός, διαυγής, ταλαντούχος και περίτεχνος όπως ο αυθεντικός!
… Και τότε στοχάστηκα να “Τον” μεταφράσω. Να αποδώσω μερικά από τα ποιήματα του στα ισπανικά, να του εφεύρω μια ιβηρική ψυχή, σαν σ’ άλλη ζωή, σ’ άλλη διάσταση, εκεί που ζουν μόνο οι μελωδίες και τα κελαρύσματα, τα ειδύλλια και οι στίχοι… Εκεί που κατοικεί η ατέλεια της εξοχότητας και η ακρίβεια του ανολοκλήρωτου…
… Και τότες τον συναπάντησα! Σμιλεύοντας το “Μαύρο περιστέρι” του, εκείνο το ποίημα που ήδη παρουσίαζε συστατικά του προσδοκώμενου οίστρου του, και που άμεσα μετέφερα στην τωρινή εποχή. Εκεί ένοιωσα πως βρεθήκαμε! Με τέτοιο τρόπο που μου επέτρεψε να αυτοεκτιμήσω -κι εγώ επίσης τον εαυτό μου-, έστω λιγάκι, για την ανακάλυψη! Όχι ο εαυτός σαν ποιητής αλλά σαν “εφευρέτης”. Γιατί δεν ανακάλυψα την ποιητική του αξία -της εποχής του- αλλά την προβολή και διάσταση του. Την αξιοσύνη και την εξέλιξή του στο πέρασμα των χρόνων. Ανακάλυψα τον ποιητή που θα ‘φτανε να γίνει -αν είχε ζήσει τόσο όσο πέφτει στους προνομιούχους-,…μετουσιούμενος, βελτιωμένος μέρα τη μέρα, ατενίζοντας μπροστά. Σκοντάφτοντας κι ορθοποδίζοντας. Πρωτοτυπώντας ανάμεσα από καλλικατζούρες και σκαριφήματα. Εκατό χρόνια μετά άπλωσα το χέρι σ’ ένα ρομαντικό πνεύμα, εύθικτο, ερωτευμένο με τις αράδες λέξεις και τα αψεγάδιαστα πρωτόλεια του, ομόφωνα και αγγελιοφόρα… αρνούμενος τις αδυναμίες του, τις ιδιοπάθειές του. Αγκαλιάζοντας τις προσδοκίες, τα καλοστρατίσματα και την αυτοεκτίμηση όπου κάποια μέρα θα ‘μελλε να φτάσει. Μια μέρα απ’ αυτές που το αιμοβόρο πεπρωμένο δεν άφησε να αδράξει…
Είν’ αλήθεια! Ομολογώ ότι παραποίησα μια σταλίτσα της λέξεις. Είν’ αλήθεια ότι τάνυσα κι άλλοτε βράχυνα κάποιο απόσπασμα. Είν’ αλήθεια ότι σε κάποιες περιπτώσεις εφεύρα κάτι γλωσσικό, ετυμολογικό, λεξικογραφικό, ή ταίριαξα σχήματα του πριν στην τετριμμένη σύγχρονη επικαιρότητα, αλλά για τίποτα δεν άγγιξα τα αισθήματα, δεν προσέγγισα στις προστριβές του, δεν τεχνάστηκα ότι δεν εννοούσε, δεν τόλμησα να απεκδυθώ τη γύμνια του. Ο Μίνως παρέμεινε αυτοφυής μες στους στίχους του, εκατό χρόνια υστερότερα. Ίσως -αν μπορώ να προβάλλω ισχυρισμό-, είμαι σίγουρος ότι:
Αυτός ο ποιητής των εικοσιεφτά φθινοπώρων που σε μια πρώτη επαφή μ ‘είχε απογοητεύσει -όπως εξάλλου όλοι σε τέτοια τρυφερή ηλικία- θα προόδευε -αν ζούσε-μέχρι την αριστεία. Όπως θα το κατόρθωναν -και με το παραπάνω -την ίδια περίπου εποχή που χάθηκε κι ο Μίνως- ο Λόρκα, η Αλφονσίνα ή ο Καρυωτάκης.
R d F Φθινόπωρο 2005, Sitges.
Το μαύρο περιστέρι

El libro MINOS ZOTOS “Απαντα” publicado en 2016 que incluye todas sus poesias, su correspondencia, algunas críticas y dibujos de sus amigos.
Τα ξωτικά μου πήρανε το νου
κι εκεί που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
απ’ τα ριζά του απόγκρεμου βουνού,
σε τούτο εδώ με ρίξανε ακρογιάλι,
π’ έχει μπροστά του πέλαο, βράχο πίσω
να μην μπορώ κοντά σας να γυρίσω.
Βοήθεια εγώ καμιά δεν καρτερώ
γιατί πηχτό σκοτάδι μας χωρίζει.
Σα μέσα σ´ άλλον έπεσα καιρό
και μια κατάρα ασήλωτη μ’ ορίζει
σε σας μηνώ καθένας να το ξέρει
με τούτο εδώ το μαύρο περιστέρι:
Είναι πολλά στο βίο τα ξαφνικά
κι απ´ την οργή της μοίρας φυλαχθείτε,
να μην σας βρουν και σας τα ξωτικά
και κάποιο βράδυ απάντεχα βρεθείτε
στα στοιχειωμένα μέρη στ’ ακρογιάλι,
εδώ που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
Negra paloma
Las hadas me nublaron la cabeza
allá donde el ancho océano empieza
desde los pies de aquel monte tallado
que cubre de una hermosa playa la belleza
con el peñasco atrás, delante con un lago,
para que nunca -jamás- vuelva a tu lado.
Y no espero la ayuda de ninguno
porque una densa niebla nos separa
como en un oscuro tiempo oportuno
que una condena injusta me prepara
y a todos ustedes la noticia os trajera
con esa negra paloma mensajera.
Llegan ansias en la vida -y penas- de repente
y de la ira y su venganza cuidaros solamente,
no sea que las hadas os enturbian la mente
y una noche os encontráis inesperadamente
donde la playa encantada pierde su belleza…
¡Allá, donde el ancho océano empieza!
Η προσδοκία ενός εραστού
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της
σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ έμενα…
Las expectativas de un amante
Desde mocito su gracia pretendo muy callado,
y por su amor iluso mi niñez he derrochado,
mas lograré su favor tal vez por haberla amado.
Tal vez si hallasen mis ojos su gracia hechicera
volcándose con un sátiro o un fauno en la tierra
yo no fingiría desamor a una señal cualquiera.
Y cuando seré, un joven hermoso ¡Oh qué ilusión!
ella escuchará mi lamento y mi amorosa canción,
y sin dudarlo, a su amado Mino suplicará con pasión.
¡Oh! Lo que daría si un poco me amase la doncella,
y si un beso tierno -de sus labios-, me enviase ella,
apenas de entregarse a mí, contemplativa y bella.
Δύο άγνωστοι
Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.
Dos desconocidos
En el aula que resonaban risas, hace un instante
por separado, solos y extraños los dos quedaban.
Sus ojos sobre los libros, -de ella-, disimulaban
y él con la cabeza entre las manos, lejano y distante.
¡Silencio! Nadie con su voz la calma despertaba.
Eran desconocidos, seres insólitos y extraños;
unidos por la desesperación, suplicios huraños,
buscándose en silencio, girando…, ¡con la mirada!
Así quedaron. Mirándose, sin pausa, la bella y el mozo
y de repente -con desesperación- las manos levantaron;
parece que, entre sus lágrimas y su dolor, amor hallaron
¡Porque hermosa era ella y él también era hermoso!
Ο ιππότης
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό…
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή…
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή…
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.

La llamaron mariposa. Poema de Maria Polidouri con ilustración de un cudro de Marisé para el libro de los poetas encantados.
El caballero
Era un caballero. Le tocaba ser alguien
y decidió ser un caballero. ¡Resplandeciente!
Portaba una espada de puño dorado, en su costado…
y un sombrero de pluma blanca.
Callado en su caballo cabalgaba
ciudades dejaba a su paso y otras alcanzaba,
a los peligros con ojos alegres miraba, sonriendo
aquel caballero, que una vez vivía, ¡en un país lejano!…
Alma inquieta, maravillosa mente,
-aunque vagando por el mundo-, aparentaba,
sus ansias no tenían fin, ni horizonte humano,
su sueño -interminable-, al cielo vislumbraba.
Y sin embargo con valor -pero humildemente-,
con el cobarde carcelero, que bellas damas confinaba,
-en la atalaya- …Pero él, por su honor luchaba
por esa damisela -infanta adolescente-, …
Y de nuevo el mismo -con fe y desinteresadamente-,
fiel al honor y las más nobles tradiciones,
con audacia la espada áurea desenfundaba
y agitándola al viento, libertad a las divinas regalaba.
Por él, la pulcra dama, quemaba -inocente-,
incienso milagroso, prueba de amor, sacro conjuro,
y ofrendas prometía -su grácil hermosura-,
…su honor, su nobleza y su linaje puro.
Σιγά σιγά
Σιγά-σιγά. μη βιάζεσαι ζωή. Φρόνιμα τώρα.
Τα θέλγητρά σου σπάταλα κι αν σκόρπιζες μπροστά μου,
εγώ σου ακριβοπλήρωσα τ’ απατηλά σου δώρα,
μ’ όλους, θαρρώ τους πόθους μου και μ’ όλα τα όνειρά μου.
Το βλέπω πια. υστερόβουλη, ζωή, μου εφάνεις. Τώρα
στάλα τη στάλα ράθυμα θα πιώ το νέο ποτήρι.
κι αν είναι αργά και θάνατός μου γίνει απά’ στην ώρα
Θα μ’ εύρει σαν τον άτρομο, καλό καραβοκύρη.
Lentamente
¡Despacio! Vida no tengas prisa. Sosiégate, descansa.
Mil seducciones, encantos, aunque me des, placeres sin afrenta;
muy caro yo -ya hace tiempo- te pagué, aquella promesa falsa,
con sueños rotos, penas, candidez, que ahora mi ser lamenta.
¡Claro lo vi! Ahora, no cabe duda…Eres hipócrita y orgullosa,
y por tu culpa veneno de tu taza beberé gota a gota lenta;
y aunque vil y a escondidas acechará la muerte sigilosa
me encontrará como al buen capitán le encuentra la tormenta.
Τετράστιχο
Εχάθηκε απ’ τα μάτια μου της μοίρας μου η φοβέρα,
χαράς χαμόγελο έλαμψε στα χείλη τα πικρά
κι εχύθη σ’ όλο το είναι μου με το δροσάτο αγέρα
γλυκό μυστήριο κι όνειρο κι αγάπη κι ομορφιά…
Copla cuarteta
Se perdió de mis ojos la amenaza del destino
y la alegría iluminó mis tristes labios, con la sonrisa
que inundó todo mi ser con fresco cierzo fino
y trajo a mí, belleza, sueños, amor, y encantos con la brisa.
Το περιδέραιο
« Ν’ αποξεχνιέμαι
κι ώρες να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι
Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση
Ώ έσφιξαν τώρα οι μέρες.
οι ώρες στένεψαν πολύ.
η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.
Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι».
El collar
Perderme en tu recuerdo
mirándote por horas hechizado
en mirra, brisa, luz, sueño perfumado;
respiro y en tu querer me pierdo.
¡No te estremezcas!
Cuando sientas ligero dentro de tu ser
mi sentimiento, un bosque que crujen de placer
sus hojas secas.
¡Qué pena! se abrevian los días,
las horas como han menguado…
Momento álcido, pájaro arredrado
en la tormenta que me despedías.
Surcar el mar de tu recuerdo
y yo seguir mirándote hechizado
en mirra, brisa, luz, sueño perfumado;
¡ay! respiro y en tu querer me pierdo.
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Ψέμα ήταν, δε μας έζωσε στυγνή
Σιωπή, κακό ήταν όνειρο η πληγή μας,
Λαμπρές μηνούσαν νίκες οι οιωνοί
Κι’ ήτανε λάθος η έντρομη φυγή μας.
Αυτοί που απάνω μας ωρμούσαν, λαός,
φίλοι ήταν κι’ έφερναν το ωραίο στεφάνι;
Κι’ ήταν ο κόσμος δίκαιος και καλός;
Μα γιατί τότε νάχουμε πεθάνει;
Όλοι και μ’ όλη την οργή, γοερός
μ’ έπνιξε ο θρήνος στη στρωμνή του αρρώστου,
μα αν ήταν πρώτα η χλεύη τώρα εχθρός
του τραγουδιού σου μέγας ο έπαινός του.
Τώρα εμπαιγμός η ανώφελη στοργή
κι’ εδώ σ’ επιβουλεύεται, μονάχα
κρύψου και φτάνουν οι άνθρωποι γοργοί
να σου διαψεύσουν το τραγούδι τάχα…
K.G. Karyotakis
¡No es verdad! No nos acecha el cruel
silencio, el sueño fue atroz y la herida,
divinos presagios, victorias y laurel
y resultó infame error nuestra huida.
Aquellos que nos atacaron, ¡el gentío!,
¿eran amigos que portaban la corona hermosa?
¿y eran justos y cándidos o gentes de desafío?
¿Entonces por qué muertos yacen bajo la negra losa?
¡Todos a una y con ira! …desgarrador
el llanto que me invade, sobre el lecho del enfermo,
mas, si antes fue su escarnio ahora es competidor
de su canción, y su elogio grande y sincero.
Ahora parece burla cruel esa ternura baldía.
¡Qué humillante conspiración! Y por eso…,
Escóndete, porque llega veloz la atroz jauría
a discutirte -por decirlo así-, ¡la canción y el verso!
Ενώ το πνεύμα μου…
Ενώ το πνεύμα μου ίμεροι γαλήνης ανυψώνουν,
μες στην καρδιά μου ο έρωτας στενάζει απελπισμένα∙
η γνώση με αντιμάχεται κι οι πόθοι με κυκλώνουν,
-όλα τα ενάντια σμίξανε για πόλεμο σ’εμένα.
Αλίμονο! Σηκώνομαι και πότε πέφτω πάλι∙
φαντάζω τάχα για ήρωας με τραγική ηρεμία,
κι όμως δεν είμαι πιότερο σ’αυτή την άγρια πάλη
παρά η σκηνή, όπου παίζεται μια ξένη τραγωδία.
Mientras mi ánimo…
Mientras a mi ánimo, enaltecen pretéritas pasiones
-suplica mi alma, sufre con ese amor desesperado-,
furiosa se opone la lógica a esas lánguidas visiones,
y todos se ponen frente a mí, en un combate errado.
¡Ay de mí! Me levanto, caigo, y así me vengo abajo,
como un cobarde “héroe”, imperturbable y falso,
que no pertenece a esa función. Soy ilusión que viajo,
fingiendo una tragedia, ajena, en el cadalso.
Ηδυπάθεια
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη,
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι
μια γλύκα θηλυκιά,
Είναι βαθιά σιωπή· ο ηδονικός
κάματος αναπαύει πια τα γύρω,
χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μυρο,
Κι η ζέστα της σαρκός
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
τον άγρυπνο φρουρό.
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
κι απ’ τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
και μέλπει σιγανά:
«Γλυκιά που είν’ όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
η πλάση απ’ την αγάπη αποκαρώθη,
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
Lujuria
Noche cerrada, dulce placer
de luna, el centro de universo guarneció,
con la pasión, que en mi alma amaneció
como ternura de mujer.
Silencio abisal, de miel
dulce labranza -alrededor- serena.
Caricias, roces y mirra sarracena
como el perfume de la piel
Alma mía, ¿de veras? Y mientras ando,
¿no me rodea el miedo, el pensamiento?
¡Oh! Callarnos mejor, echar al viento
al cancerbero resollando.
A la ternura que me inspiró de nuevo
invoca mi arrojo íntimo y reza;
de la pasión mi alma toma entereza
y del canto -el arrullo-, de relevo.
«¡Qué tierno, qué hermosura! Esa velada
de tertulias eternas, clandestinas,
donde posó sus gualdas garras celestinas
la luna enamorada».
Noche cerrada, dulce placer
de un mundo, que de amor se entumeció,
y mi corazón apasionadamente acarició,
como dulzura de mujer.
Ένα αλαφρό ανασήκωμα
Ένα ελαφρό ανασήκωμα των ώμων μου και φτάνει
να τιναχτεί από πάνω μου του πόνου μου ο βραχνάς
κι’ όμως αυτό το ελάχιστο που κόπο δε μου κάνει,
ψυχή μου, αυτό είναι το πολύ, που δεν το αποτολμάς…
Un suave encogimiento
Un suave encogimiento de hombres, y bastaría
para sacudir de encima el dolor y las penas
aun así, ese mínimo esfuerzo que nada costaría
alma mía, ese -nada de nada- ni lo intentas apenas…
Κ. Καρυωτάκης
Του κόσμου οι φαύλοι, ευγενικέ ποιητή, που σε θρηνούμε,
τόσες φορές απάνου σου πατήσαν να περάσουν·
μα εκεί που πας και γρήγορα θα ’ρθούμε να σε βρούμε,
δε γίνεται, θλιμμένε μου, για να σε φτάσουν.
Αλήθεια, στένεψε η ζωή κι είναι η γενιά μας στείρα,
η Ποίηση παραλήρημα, τι θέμε πια εδώ κάτου;
Δεν έχει τόπο εδώ για μας κι η μόνη εμπρός μας θύρα,
για να διαβούμε, απόμεινε μονάχα του θανάτου.
K.Karyotakis
Los malvados del mundo-amable poeta que hoy te lloramos-,
tantas veces sobre tu cuerpo pisaron…, callaron tu arte;
mas donde has ido, allá donde pronto contigo llegamos
no podrán nunca, triste añorado, alcanzarte.
¡Qué gran verdad! quebró tu prole y huérfana queda la vida.
La poesía muere sin ti. ¿Qué esperamos aquí -solos- sin verte?
Ya nada queda, no queda nadie, tierra no queda, y única salida
para escaparnos, partir, solo la verja queda, de la muerte.
Ο Μίνως Ζώτος γιος του Μαργαρίτη Ζώτου και της Ξανθής Βαλανδρέα γεννήθηκε στο Νεοχώρι/Οινιάδες το 1905. Άρχισε σπουδές στην Νομική δίχως να τις τελειώσει γιατί αρρωσταίνει από φθίση. Το 1929 δημοσιεύει δυο ποιητικές συλογες: «Βήματα» και «Αφιέρωμα». Η τρίτη συλλογή του με τίτλο «Σουρντίνα» εκδίδεται μετά το θάνατό του.
Συχνάζει με τους ποιητές της εποχής και συναλλάσσεται περισσότερο με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Άγγελο Τερζάκη, τη Μυρτιώτισσα και ερωτεύεται κρυφά τη Μαρία Πολυδούρη -ξελογιασμένη αυτή με τον Καρυωτάκη. Ο θάνατος της νεαρής ποιήτριας στα είκοσι οκτώ της, επιδεινώνει την αρρώστια του και δυο χρόνια μετά το θάνατο της Μαρίας χάνεται στα είκοσι επτά του χρόνια, το 1932.
Una nota del autor.
Mi primer contacto con la vida del poeta ha sido a través de ese pequeño fragmento de su biografía y siempre lo he lamentado porque tan cerca de él en mi infancia ignorándole es un “pecado” imperdonable que nunca a nadie confesé… Si acaso por debérselo me he comprometido a su “prometida” … Así que un día voy a intentar adaptar a María Polidouri al castellano. Sin embargo, este descuido también ha sido razón y motor para adentrarme en otras vidas poeticas, igual de melancólicas y atreverme, aunque mínimamente adaptar e interpretar unos “fragmentos” de sus versos, y de sus vidas…