ROSALIA DE CASTRO/ΡΟΖΑΛΙΑ ΝΤΕ ΚΑΣΤΡΟ
“El insoportable Ser de la soledad”
Vivir casi cincuenta años en aquel siglo tampoco es morir sin vivir. No está aquí el mal-embrujo de Rosalía. ¡Aparecer -de niña- como de padres desconocidos tampoco, porque peor se consideraba ser la bastarda de un sacerdote! Sin embargo, la madre que conoció más tarde -y que perdió como había aparecido- le causó un profundo y permanente dolor. Dicen que ese fue su mayor enemigo. Su enemigo, su negra sombra, su demonio, su desesperación y su padecimiento, ha sido siempre aquella mórbida Erinia que se llama soledad. Autodidacta y de una vida conyugal infrecuente y abrumadora que le dio hijos por costumbre sin apaciguar su soledad, sin otorgarle un murmullo de felicidad y llenándola de deudas y dudas, la literata compostelana heredó todavía una salud indefendible, desvaída, que acrecentaba sus convicciones suicidas en océanos anchos y profundos y esas por su cuenta volvían a empeorar su físico. Quemó en su lecho de muerte, por el cáncer, todas sus obras no publicadas para equilibrar su deseo de haberse arrojado ella misma a las aguas desde hacía muchos años… «De su eterna enferma», le dedicó esa frase a su galeno sin precisarle si se refería a la úlcera o la desazón de su alma y su improcedente soledad. Aunque nadie duda que, si aquella gallega universal pudiese y tuviese el coraje de no soportar más “la insoportable levedad del su ser”, sin razonarla, ¡no la hubiese tumbado nunca la dolencia sino la inmolación existencial!
Μια επιστολή στον προσωπικό της γιατρό τέλειωνε με τη φράση: «Από την παντοτινή σου παθούσα», ερεθίζοντας την αμφιβολία αν αναφερόταν στην «επάρατη» που την οδήγησε σχεδόν νωρίς στους κήπους του Άδη ή στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα της Ύπαρξης» δίχως έλλογη αιτία. Όταν αυτή αυτοδίδακτη, με αισθητή συγγραφική επιτυχία, σύζυγος και μητέρα επτά παιδιών ζει καθημερινά στη μοναξιά, οραματιζόμενη τη θάλασσα που αγκάλιασε τη Σαπφώ πριν τόσους αιώνες, νοιώθοντας σε κάθε στιγμή την διάθεση να χαθεί κι αυτή στα ίδια κύματά της χωρίς αφορμή παρά μόνο από την υπαρξιακή αμφιβολία που προκαλεί η ανάγκη της βιοκύκλωσης, τότε η μοναξιά αποκτάει φτερά και ράμφος αρπακτικού. Η Ροζαλία ντε Κάστρο γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Κομποστέλα εκεί όπου οι γραφές των φιλόθεων έφεραν τον Απόστολο Ιάκωβο. «Ορφανή» απ’ όταν γεννήθηκε απαγορευμένος καρπός υπότροπου ρασοφόρου, η θλίψη για την κατάντια της μητέρας της έγινε σαράκι και μέχρι τον πεθαμό την ακολουθήσε μεταμορφωμένο σε άχθος, άλγος και μελαγχολία. Όταν με το πέρασμα των χρόνων κατανόησε ότι ήταν αδύνατο να αποτινάξει από πάνω της αυτό το δυσβάσταχτο βάσανο είχε πλέον μεταμορφωθεί στην απροσπέλαστη ασθένεια της μοναξιάς!
Απελπισία
Στης νύχτας την αγρύπνια
ο εωσφόρος,
πυκνό ύφανε μαγνάδι
αδιάφανο, δασύ,
ποιο σκούρο κι απ’ τους ίσκιους
που στις βαθιές χαράδρες
ανέσπεροι στεριώνουν.
Μ’ αρνήθηκε από τότες
ο ήλιος τ’ αχνό του φέγγος,
οϊμέ! Και το φεγγάρι
τη λάμψη του δειλά,
κι άρα η προσδοκία
δεν φώτισε ξανά την ερημιά
των σωθικών μου.
Άρα για μένα όλα,
όλα για με πεθάναν.
Βουβές περνούν οι ώρες
σαν να ‘τανε στοιχειά…
Αφούγκραση μονάχη
όταν θροΐζει η ανάσα, πικρή
της λησμονιάς.
…απελπισία
2.
Ραγίζει -τ’ άστραμμα- το βράχο, στο βουνί,
κι η θύελλα -στη θάλασσα- το πλοίο,
στον ουρανό τ’ αρπαχτικό λαβώνει το πουλί…
Στον άνεμο, στα πέλαγα, στη γη
του άμοιρου και του φτωχού γίνεται το σφαγείο
αυτού που κατηγόρησαν για υποταγή!
…απελπισία
3.
Των ευπαθών μελοποιών είναι σύνηθες θέμα,
ο έρωτας και το φιλί, το πάθημα, ένα βλέμμα,
εκείνου του αγαπητικού η άφαντη ευτυχία
ή η ζηλιάρα προσμονή, το ξάφνιασμα, η μοιχεία!
Ακολουθούν τ’ αρπαχτικά, η θάλασσα, το ρυάκι,
η καταιγίδα οπότε μαίνεται, θροΐζει τ’ αεράκι
μεσ’ απ’ το φυλλορρόημα, καθώς προβάλλει η ανατολή
κι η χρυσαλλίδα ταπεινά, πετά και νοιώθει σαν πουλί.
…απελπισία
4. Εύα
Μα, ποια νεφέλη είν’ αυτή που θάμπος φορτωμένη,
ανάλαφρα ολόγιομη πίσω απ’ το λιόβγαλμα σκάζει,
παρθένα που φτάνει ντροπαλή, δειλή, αποκρυμμένη,
λουλούδι πρωτογέννητο, όψιμο που ευωδιάζει.
Κι αυτή που χρόνους θρόνιαζε σε ζαφειρένιο θρόνο
το χώμα γοργοπέταχτη θα φτάσει να φιλήσει,
σαν περιστέρα κάτασπρη, άβγαλτη, δίχως φθόνο
για τη στρογγυλοκάμωτη τη γη τον ουρανό θ’ αφήσει!
Είναι εκείνη! Μια γυναίκα! Πηγή που αναβλύζει,
-κι απ’ των αγγέλων τον μαστό χαριτογεννημένη-
αθάνατη θεά του στοχασμού, αιθέρια που χρυσίζει,
και την ψυχή μου ήρθε κι έσωσε, την αλυσοδεμένη!
Είν’ της αλήθειας κάρπισμα, αγαπημένη κρήνη,
εκείνη που μου χάρισε πνοή, της λόγιας φλέβας…
Είναι αυτή που τ’ όνομα -μάνα μανάδων- δίνει
το ευλογημένο όνομα, το όνομα της Εύας!
Σαν τ’ άπνοα φυσήματα -ανάλαφρη- τ ‘Απρίλη,
σαν κραταιό του ήλιου φως, κι όμορφη δίχως ταίρι,
εκείνη είναι π’ ονόμασαν ως «όψιμο γιοφύλλι!»
κρήνη σφραγισμένη, κι αριό πρωτόφαντο αστέρι.
Το πρόσωπό της, ντύνεται της χαραυγής το χρώμα,
γλυκύς ο λόγος της κι αέρινα τα περπατήματά της…
-ξέπλεκη η κόμη έπεφτε κυματιστή στο σώμα-,
κι όπου πατεί λικνίζονται τ’ άνθη στο πέρασμά της.
Θωρώ στο λάγνο βλέμμα της μια άδεια θλίψη
Άλογη, όσια, μεταρσίωση, ερωτοχτυπημένη,
που μέλλει εκειδά, στην ομορφιά της να υποκύψει
-στου στεφανιού της- που το λαμπύρισμα πληθαίνει.
Ω! Αθάνατης διαφάνειας πρωτοπαρθένα βρύση,
ξεδιπλωμένο πάνω στα κύματα άχνωτο κρίνο…
Ω! Πόσο αγαπημένη στέκεσαι στης λύπης το μεθύσι,
γυναίκα εσύ, και εγώ σε εσέ, γυναίκα, θα επιμείνω!
…απελπισία
5.
Μέσα στην άκρα σιγαλιά, μια νύχτα,
-τ’ απόκρυφου γεννήτρα θεία-,
πλημμύριζε το άπειρο ηχώ αλαφριά
σε συναυλία αρμονικιά
από μισόλογα, χάδια και παράπονα
φιλιά κι αναστενάγματα.
Αχ! Ήταν αυτός κι εκείνη.
Ξωτικά της φωτιάς,
ψυχές που σε φλόγες πύρινες τυλιγμένες,
γεύονταν πόθους κι ηδονές.
– Σύντομη είναι η ζωή… Ν’ αγαπηθούμε! -απολογιόταν.
– Πόσο τρέχει ο χρόνος βιαστικός…!
Και μες στην τρελή τους πεθυμιά, στον παθιασμένο μόχθο,
χύθηκαν πρώτοι τους κι οι δυο τον άνεμο να προλάβουν.
Πίσω από νύχτες απόκρυφες με δίχως τελειωμό,
έλαμψε ανοιξιάτικος ο ήλιος γαληνεμένος,
κι ο ένας τον άλλον -στη σιωπή- κοιτάξαν
με λαχτάρα, με δέος, και τρομάξαν.
– Όμως αν τούτη είναι η ζωή,
-μετά σιγομιλήσαν- να φτάσουμε που πρέπει;
Κι όπως κοιμούνται οι νεκροί, στο μαρμαρένιο μνήμα
έτσι κοιμήθηκαν κι αυτοί σφιχτά αγκαλιασμένοι.
Μαύρος ίσκιος/Negra sombra
Όταν συλλογιέμαι που ‘χες φύγει
-μαύρε μου ίσκιε που ξαφνίζεις-
πέφτει αποσκιά στο κεφαλάρι
είρωνας ίσκιος στο ποδάρι.
Όταν φαντάζομαι που ‘χεις φύγει
στον ίδιο μου ήλιο καθρεφτίζεις,
σαν να ‘σαι αστέρι που φωτίζει
και φίνο αγέρι που ανεμίζει.
Αν τραγουδούν, συ ‘σαι που τραγουδάς,
αν κλαίνε, είν´ το δικό σου κλάμα,
-μουρμούρισμα στην ακροποταμιά-.
Κι είσαι το χάραμα κι η αύρα στη νυχτιά.
Βρίσκεσαι σ´ όλα κι είσαι δικιά μου…
είσαι σκιά μου, και εντός μου κατοικείς,
ποτέ δε θα μπορέσεις να μ’ απαρνηθείς
που με ξαφνίζεις, πάντα εσύ, σκιά μου!
Negra sombra. “La versión original galega”
Cando penso que te fuches
negra sombra que me asombras
ó pé dos meus cabezales
tornas facéndome mofa
Cando maxino que es ida
no mesmo sol te me amostras
i eres a estrela que brila
i eres o vento que zoa
Si cantan, es ti que cantas
si choran, es ti que choras
i es o marmurio do río
i es a noite i es a aurora
En todo estás e ti es todo
pra min i en min mesma moras
nin me dexarás nunca
sombra que sempre me asombras.
Liviano acercamiento a la versión galega que cantó Luz Casal.