Χρονομύθος La leyenda del tiempo *Ισπανία- Ανδαλουσία
Στίχοι Federico García Lorca
Φωνες : Camarón de la isla & Enrique Morente
Τον χρόνο καβαλάει τ’ όνειρο
σαν άρμενο που πελαγίζει…
Πώς μπορεί κανείς να ξεφλουδίσει
ένα σπυρί, απ’ την καρδιά του ονείρου;
Αχ, πώς τραγουδάει η αυγή, πώς τραγουδάει!
Παγόβουνα από μπλε κρύσταλλο σηκώνει!
Τ’ όνειρο καβαλάει ο χρόνος
βυθίζοντάς το ως τις πλεξούδες…
Το χτες και τ’ αύριο χορταίνουν
μ’ άλαμπα πένθιμα λουλούδια.
Αχ, πώς τραγουδάει η νύχτα, πώς τραγουδάει!
Τι ανεμώνες μες τον κουρνιαχτό σηκώνει!
Πάνω στην ίδια παραστάδα
αγκάλη τ’ όνειρο κι ο χρόνος…
Το κλάμα του μωρού σουβλίζει
τη γλώσσα του παππού την τρύπια.
Αχ, πώς τραγουδάει η αυγή, πώς τραγουδάει!
Τι ανεμώνες μες το κουρνιαχτό σηκώνει!
Κι αν τ’ όνειρο παριστάνει τείχη
στου χρόνου την απεραντοσύνη,
εκείνος τον κάνει να πιστεύει
πως μόλις γεννήθηκε… Μόλις τώρα!
Αχ, πώς τραγουδάει η νύχτα, πώς τραγουδάει!
Παγόβουνα από μπλε κρύσταλλο σηκώνει!
Με τι τρόπο σιγηλό. “de que callada manera” *Κούβα
Παραλλαγή του ποιήματος του NICOLAS GUILLEN
με ερμηνεία PABLO MILANÉS
Με τι τρόπο σιγηλό
τρύπωσες μέσα μου γελώντας.
Μα σαν λουλούδι εαρινό
μ’ απαρνιέσαι ξεψυχώντας.
Και όπως σκιάζει το γιοφύλλι
σκόρπισες στο πουκάμισό μου
όλα τα λούλουδα τ’ Απρίλη.
Εκειός που σου ‘πε ότι κάλλιο
χαμογέλιο κι όχι κλάμα,
μήτε μεγαλείο άδειο
μαγιαπρίλης και τρισάγιο,
υπερβάλλει κατά γράμμα!
Αντίθετα, τι νεύμα ηθικό!
να μου χαρίσετε κυρία ένα ρόδο
απ’ το μπαξέ σας τον αγγελικό.
Bis, Versado…Παραλλαγή επωδού
Με τι τρόπο σιωπηλό
σαν άνοιξη σε λουλούδι αγαπημένο
φώλιασες χαμογέλιο απατηλό;
(Tην ίδια ώρα που πεθαίνω!)
Όταν ένας φίλος φεύγει. Cuando un amigo se va *Αργεντινή
Μουσική και στίχοι ALBERTO CORTEZ
Όταν ένας φίλος φεύγει,
αφήνει ένα άδειο κενό.
Πληγή π’ ουδέποτε γιατρεύει
μ’ άλλου φίλου τον ερχομό
Όταν ένας φίλος φεύγει,
μένει αναμμένη η αθρακιά,
που όσο κι αν θέλει δεν αρδεύει
του ποταμού η ρεματιά.
Όταν ένας φίλος φεύγει,
μένει ένα αστέρι ορφανεμένο
εκείνο που τη στρώση φέγγει
ένα μωρό φυλώντας κοιμισμένο.
Όταν ένας φίλος φεύγει,
φράζουν οι δρόμοι το ριζικό
κι η ανάμνησή του αναδεύει
του κρασιού το πράγο ξωτικό
Όταν ένας φίλος φεύγει,
άγονο χωράφι θα στραγγίξει
εκειό που καιρός θα σημαδεύει
με λήθη μαρμάρινη και πλήξη.
Όταν ένας φίλος φεύγει,
μένει ένα δέντρο μαραμένο.
Που πια μονάχο δεν θρασεύει,
γιατί αγέρας τ’ άφησε γερμένο.
Όταν ένας φίλος φεύγει,
αφήνει ένα άδειο κενό.
Πληγή π’ ουδέποτε γιατρεύει
μ’ άλλου φίλου τον ερχομό.
Μεσόγειος “Mediterráneo” *Ισπανία-
Καταλονία
Παραλλαγή του τραγουδιού του JOAN MANUEL SERRAT
Μπορεί, γιατί σαν ήμουνα παιδί
κι έπαιζα στο δικό σου ακρογιάλι
κρυμμένος πίσω απ’ τα καλάμια
σαν την πρώτη αγάπη που κοιμάται
να ‘φερνα τη λάμψη σου και την οσμή
εκεί που η Μεσόγειος εκβάλλει,
παίζοντας στης άμμου τα θαλάμια
που έρωτες και μαράζια αναθυμάται.
Μπορεί, γιατί στο σώμα μου κρατώ
τη γεύση απ’ τ’ ασταμάτητό σου δάκρυ
που ‘χύσαν στα νερά σου εκατό έθνη
απ’ τ’ Αλχεθίρας μέχρι την Πόλη,
και βάφτηκαν με μπλε χρωματιστό
οι κρύες σου νύχτες απ’ άκρη σ’ άκρη,
κι απ’ το κρίμα η ψυχή σου λαβωμένη
σκοτεινή κι απύθμενη εγενήκε όλη.
Στα πορφυρά βραδιάσματά σου
συνήθισα τ’ αγναντέματά σου
σαν τις στροφές τα μονοπάτια.
Είμαι ρεμπέτης, ψυχή κατεργάρη,
μεθώ στο κρασί κι ας γένω κομμάτια,
και κάθε νυχτιά ο νους μου σαλπάρει.
Μα τι να κάνω, που εγώ
γεννήθηκα στη Μεσόγειο…
Γεννήθηκα στη Μεσόγειο!
Και σύ μια μακραίνεις, μια σιμά,
κι αφού ασπαστείς το λιμανάκι
παίζοντας με τo κυματάκι…
ύστερα φεύγεις σιωπηλά
για να γυρίσεις πίσω ξανά
σαν την γυναίκα π’ αγαπά…
…που λαχταρά και ‘πεθυμιέται
σχετίζεται μα δεν γελιέται.
Αχ, αν για κακή μου τύχη, κάποια μέρα
έρθει ο χάρος να με πάρει
σπρώξτε στο κύμα ένα πριάρι,
με φθινοπωρινό αγέρα.
Στη δίνη έρμαια τη μπρατσέρα
τ’ άσπρα της πανιά να γδάρει
και θάψτε με εμέ στο χώμα αγάλι
ανάμεσα σ’ άστρα κι ακρογιάλι.
Στην ανεβασιά του λόφου
πέρα απ’ το φως του παραλόγου.
Θέλω να ‘χω όμορφη θέα.
Το κορμί μου να ‘ναι μονοπάτι
που να κοσμούν πράσινοι βάτοι
και μια κίτρινη αζαλέα…
πλάι στη θάλασσα, γιατί εγώ
γεννήθηκα στη Μεσόγειο…
Γεννήθηκα στη Μεσόγειο!
Στην Αυγή. Al alba * Ισπανία
Στίχοι και μουσική LUIS EDUARDO AUTE.
Αν σου ξομολογιόμουνα καλή μου,
πως το ξημέρωμα φοβάμαι…
Δεν ξέρω τι αστέρια τρέμουν
και πονούν σαν αόρατο φάσμα,
ούτε γιατί το φεγγάρι ματώνει
απ’ το λαβωμένο δρεπάνι.
Και νοιώθω πως μετά τη νύχτα
Θα ‘ρθει μια νύχτα δίχως τέλος
Δεν θέλω ποτέ να μ’ αφήσεις,
αγάπη μου πριν να χαράξει…
Τα παιδιά που δεν γεννηθήκαν
κρύβονται στα βουρκονέρια.
Θρέφονται μαραμένα λουλούδια,
φαίνεται πως μαντέψαν
πως η μέρα που ξεπροβάλει
θα ‘ρθει την αυγή πεινασμένη.
Και νοιώθω πως μετά τη νύχτα
Θα ‘ρθει μια νύχτα δίχως τέλος
Δεν θέλω ποτέ να μ’ αφήσεις,
αγάπη μου πριν να χαράξει…
Χιλιάδες άλαλοι γύπες
ανοίγουν πλατιά τα φτερά τους.
Δεν σε φοβίζει, καλή μου,
αυτός ο χορός στην άλαλη νύχτα;
Άτιμος χορός πεθαμένων,
σκόνη η αυγή πριν χαράξει…
Και νοιώθω πως μετά τη νύχτα
Θα ‘ρθει μια νύχτα δίχως τέλος.
Δεν θέλω ποτέ να μ’ αφήσεις,
αγάπη μου, πριν να χαράξει…
Πριν την αυγή, πριν την αυγή…
Το τραγούδι της θάλασσας και της σελήνης. Canción del mar y de la luna *Βραζιλια
Μουσική & στίχοι CHICO BUARQUE
ερμηνεία ANA BELÉN
Φτάσανε βιαστικά στον έρωτα.
Τα χείλη αλμυρά από τη ρεστία.
Τ’ ακρογιάλια λαβωμένα απ’ τους κυκλώνες
‘κείνης της πόλης που αλάργα αγνάντευε τη θάλασσα.
Αγάπησαν με γαλιφιά τον έρωτα
σε νυχτερινά περιγιάλια μακρυσμένα
ανασκουμπώνοντας τα φίνα κρινολίνα
και την καλομοιριά αγκάλιαζαν στα μισοσκόταδα.
Σε κείνη την πόλη που δεν καθρέφτιζε η σελήνη.
Ποθήσαν τον απαγορευμένο έρωτα
δίχως να κρυφτούν από ξόμπλιασμα κανένα
λένε πως η μια, φαντασμένη, ξέντυτη της θάλασσας
κι η άλλη -τάχα- του φεγγαριού πως έμεινε εγκυμονούσα.
Κι έτσι αναίτια μείνανε λεκιασμένες.
Γροικώντας τα γέλια, κι απ’ το κρύο σκιρτώντας.
Θωρώντας το καθρεφτισμένο φεγγάρι στο υδατόρεμα,
που τραβούσε το δρόμο του κελαρύζοντας μέχρι το πέλαγος.
Κι έγιναν χείμαρροι σ’ άβαθους ρείθρους.
ρουφώντας τα λασπόνερα από κλίνη ξεπέσαν σε κλίνη.
Επιπλέοντας σαν ξερόφυλλα, παρασέρνοντας φύκια,
φορτωμένες ανθύλλια που μέχρι να ναυαγήσουν τ’ αγκάλιαζαν.
Και τότε μεταμορφωθήκαν σε ιχθύες της θάλασσας
αχιβάδες γινήκαν, γινήκαν αφρός.
Κι ύστερα άμμος. Άμμο απ’ ασήμι,
στ’ αστροφέγγισμα, …εκεί πέρα στη θάλασσα…
Θέλω τόσο πολύ να σ’ αγκαλιάσω Quisiera abrazarte tanto *Ισπανία-Αστούριας
Μουσική και στίχοι VICTOR MANUEL
Νοιώθω το χέρι σου κρύο που πάει
στο δέρμα μου πάνω και γλιστράει,
και το στήθος σου γδυμνό στο στήθος
διώχνει σκέψεις, μομφές, ως συνήθως.
Έλα μαζί μου στο περιβόλι
εκεί που το ρόδι φυτρώνει,
κι οι όρκοι τα μάτια δακρύζουν
όρκοι που μισεμό δεν αξίζουν
και μένουν μόνο υποσχέσεις και πόνοι.
Στο ‘χα πει πως σ’ αγαπούσα
όπως τίποτε άλλο στον κόσμο.
Πως στα βήματα σου σκιρτούσα.
Σαν λύκαινα θ’ ακολουθούσα
τον δρόμο σου ως το δικό μου δρόμο.
Φύλαγα στη σκιά τη γωνιά μας
στο σαλόνι με το τραπέζι στρωμένο.
Το γραμμόφωνο να παίζει μακριά μας
και το μπουκέτο στ’ ανθογυάλι θλιμμένο…
Νοιώθω το χέρι σου ζεστό που πάει
στο δέρμα μου πάνω και σιγοπερπατάει.
Και τα μπράτσα σου μ’ αγκαλιάζουν σιγανά
και μου λεν’ να πιστεύω στο αύριο ξανά.
Έλα μαζί μου στο περιγιάλι τσάρκα.
Υπάρχει στη προκυμαία μια βάρκα
με τ’ όνομά σου στον ήλιο μπογιατισμένο,
με τ’ όνομά μου δίπλα στο τιμόνι βαμμένο.
Θέλω τόσο πολύ να σ’ αγκαλιάσω…
Μ’ όλη την αγάπη και την ψυχή μου,
να μην ακούς παρά μόνο τη φωνή μου
και το κορμί μου με το κορμί σου να πλάσω.
Κι ας περιπλανιέμαι στον κόσμο αυτό
σαν δεντρολιβάνι που ψάχνει θεό,
θα ‘χεις την αγκαλιά μου για φυλαχτό
κι ένα σπιτάκι και για τους δυο.
… Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου. “ Thousand kisses deep”
Querido Leonard… * Καναδάς
Όσα πιθανώς θα ‘θελε ο ποιητής να πει…
Ήρθες να μ’ έβρεις εκείνο το πρωινό
τη σάρκα μου, λες και ποθούσες, μόνο
και μου κολάκευσες τον ανδρισμό
και μ’ έκανες ερωτικά να λειώνω.
Το οικείο είδωλό μου στον καθρέφτη
Θα σ’ αναγνώριζε και στ’ όνειρό μου
Αν όχι, ποιος θα με ταξίδευε σαν κλέφτη;
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου
Σ’ αγάπησα σαν σ’ είδα να ανθίζεις
σαν νούφαρου ανθί στη ζεστασιά,
και σαν χιονάνθρωπο να τουρτουρίζεις
μες στη βροχή και στη κακοκαιριά.
Ποιος πρόσφερε την παγερή του ανάσα
και τη μορφή που πήρε για καλό μου;
Ποιος ήταν πριν και που σε πήγε τάχα;
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Ξέρω πως κι αν ψέματα μου απαντούσες
-πως έπρεπε ξέρω να με πλανέψεις-,
κι αν περήφανα τη πόζα σου δικαιολογούσες,
ο δόλος δεν κρύβεται, όσο και να παλέψεις.
Ξετσιπασμένος, άσωτος, γόνος αριστοκράτη.
-Τόσο κομψό όσο φτηνό δες το καημό μου
που αντέχω ακόμα-, κι ας κουβαλάω στην πλάτη,
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Ξέρω ακόμα πως ν’ αγαπώ και να μισήσω…
Να μένω ουδέτερος στο μέσο δε μου πάει.
Έχασα χρόνια μάχοντας καλύτερα να ζήσω
κι όσο το πάσχιζα, πάνω μου να ξεσπάει.
Όμως εσύ πανέτοιμη αισθάνεσαι πως είσαι,
διαβάτες που σε παινεύουνε στον εαυτό μου.
Γονατισμένη δίπλα μου πλησίασε και μείνε.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Πάνω στο δέρμα σου απαλά κυλά το χινοπώρι
και κάτι τρύπωσε κρυφά στα βλέφαρά μου.
Το φως που κρύβουν στην ψυχή οι οδοιπόροι
-και που πεθαίνουνε-, δεν σκιάζουν τη χαρά μου.
Αίνιγμα χαραγμένο είναι στη βίβλο του έρωτα
και σκουριασμένο κρύβεται στο βυθό μου
κι αν έστω -μ’ αίμα- μετράει τον χρόνο ανελέητα.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Μονάχα κι αν ακόμα αντέχω το βαρύ κρασί
και μάγουλο με μάγουλο σέρνω τον χορό μου
-με του auld lang syne τη γιορτινή μουσική-,
καθώς η ψυχή δεν το βάζει κάτω, μωρό μου.
Πόρεψα με τον Diz και με το Dante τραγούδησα.
Αν και ποτέ δεν ήταν σαν τούτων ο ρυθμός μου,
μαζί τους παίζοντας, στον ουρανό φτερούγισα.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Σ’ αγάπησα σαν σ’ είδα να ανθίζεις
σαν νούφαρου ανθί στη ζεστασιά
και σαν χιονάνθρωπο να τουρτουρίζεις
μες στη βροχή και στην κακοκαιριά.
Αν και δεν χρειάζεσαι τώρα να με ακούσεις.
Κι ας έρχεται δίχως αιτία αυτό σ’ ενάντιό μου
λέξεις που ηχούν απλές με δίχως παρακρούσεις.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Versado
Τρέχουν τ’ άλογα με τα κορίτσια άγουρα.
Να ξεπεράσουν τα όνειρατά τους με τον μόχθο.
Κι αν κέρδισες μια ρότα μη σκεφτεσ’ άβουλα
ότι με μια φορά, επέτυχες το στόχο.
Και καλεσμένος καθόσον για να μου προσφέρεις
την απρόσμενη ήττα που στη ματιά του κόσμου
παρουσίαζες σαν αληθινή, αφού τώρα το ξέρεις.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Φαίνεται πως κατεργάρης κατάντησα, αν και
στη Boogie Street ξαναγυρίζω γιατρεμένος
κι αν όσο το μετάνιωσα τα’παιξα όλα στο παρκέ
γιατί ‘μουν πλάσμα αδύναμο κι ονειροπαρμένος.
Κι αν είχα χίλια μίλια ατέλειωτα να διανύσω
Μ’ εκειό το σθένος που κεντρούσε το πλευρό μου
να ‘μενα ζωντανός κι ό,τι ποθούσα να πετύχω.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Όλα απέναντί μου, στο σεξ μουσκεμένα
στα περιθώρια τ’ απέραντου πελάγου
δεν μένουν άξιες θάλασσες, ωκεανοί για μένα,
σαν τ’ άγρια αρπαχτικά του κάβου.
Προφτάσαμε στη μπροστινή κουβέρτα
του στόλου απομεινάρια στο χαμό μου,
ύστερα αφέθηκα να ναυαγήσω αβέρτα.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Ξαναγυρίζω πίσω, αλλά ανάμνησες με βρήκαν
-κι ως υποθέτω δεν θα ανταλλάξουμε τα δώρα-
σαν ‘κειές τις δόλιες υποσχέσεις που χαθήκαν
στη Boogie Street και πάλι ξοδεύοντας την ώρα.
Αλλά όταν η νύχτα αργοπέφτει ως συνήθως,
λιπόψυχοι και μίζεροι στην κόψη του παρανόμου,
φόρτο τις άμοιρες ψυχές που χάνονται στο πλήθος.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Κι όπως εσύ γίνηκες ο κακοδαίμονάς μου τώρα
κι ο παράκλητος που ψάχνει το κακό σου
του λυτρωτή αναπνοή που καίει αυτή τη χώρα
κι ένας σωρός με κρίματα σπαρμένα στο βωμό σου.
Κι αν είναι περφουμαριστή η δόλια μου η σκέψη
πηγές που κρατούνε ζωντανό το λογισμό μου
εκείνα -των δυο- τα μυστικά, όπτιμη δίνουν βλέψη
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Έστω κι αν ακόμα αντέχω το βαρύ κρασί
και μάγουλο με μάγουλο έσυρα το χορό μου
με του auld lang syne τη γιορτινή μουσική,
καθώς η ψυχή δεν το βάζει κάτω, μωρό μου.
Διπρόσωπη αλήθεια κι ομορφιά φθαρμένη
ξεπερασμένο στυλ απ’ ό,τι το είδωλό μου
κι όπου παντού τ’ άγιο πνεύμα ζει και μένει
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Είναι φορές που οι στιγμές δεν προχωράνε
και μένει μετέωρο το σύμπαν στις επάλξεις
αστέρια κι ήλιοι και φτερούγες που πετάνε
μέσα απ’ το φέγγος που ‘πες θα μου τάξεις.
Άρα τι συμβαίνει μ’ αυτό το φως που κρύβει
άπλετα δώρα -χάρισμα- στο ίδιο φως μου
κουράστηκε, νύχτες η ράχη μου να σκύβει.
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Σ’ αγάπησα σαν σ’ είδα να ανθίζεις
σαν νούφαρου ανθί στη ζεστασιά
και σαν χιονάνθρωπο να τουρτουρίζεις
μες στη βροχή και στην κακοκαιριά.
Δίχως απ’ του έρωτα γλυτώσεις την απειλή
και σώσεις το σάλτο της ψυχής απ’ το γκρεμό μου
που χάσκει στο χρόνο και στην άκρη απ’ το φιλί
…Χίλια φιλιά απ’ την άβυθό μου.
Ma liberté (mi libertad) *Γαλλία
Μια λεύτερη απόδοση της μπαλάντας του Georges Moustaki
Λευτεριά μου, που σε φύλαξα, μοναδικό στολίδι.
Λευτεριά μου, εσύ που μ’ έσπρωξες να σπάσω τα δεσμά.
Στα πλάτη εδιάβηκα της γης,
σ’ άνυδρα μονοπάτια
τ’ ανεμολόγι ψάχνοντας
σ’ ονείραττα δεμένος,
καλπάζοντας πάνω σε φωτεινή
αχτίδα φεγγαριού.
Λευτεριά, μες τη δική σου βούληση μένει η ψυχή μου έρμη,
στα ‘δωσα όλα, λευτεριά,
ως το στερνό μου ρούχο;
να σου εκπληρώσω πάσχοντας
τα ασήμαντα καπρίτσια
διάβηκα χώρες, φίλους έχασα,
για τη δική σου πίστη.
Λευτεριά μου, εσύ ν ‘αφοπλίσεις ήξερες τα ελαττώματά μου
Λευτεριά μου αχ, να αγαπήσω με έκανες
την άδεια μοναξιά,
μέχρι που ούτε με ένοιαξε
το γλαφυρό φινάλε
μιας ιστορίας όμορφης,
σχέσης ερωτικής…
Σαν πήγα να κρυφτώ και τις πληγές να γιάνω, στάθηκες,
με προστάτεψες πιστά,
φύλακας άγγελός μου.
Λευτεριά που ωστόσο σε εγκατέλειψα,
μια νύχτα του Δεκέμβρη
στα μονοπάτια που δραπέτευσα,
εκείνα που ‘χαμε διαβεί,
κι αφέθηκα δίχως ν’ αντισταθώ, δεμένος χειροπέδες
να σε προδώσω λευτεριά
για ένα κελί αγάπης,
που όμορφο δεσμοφύλακα κρατεί…
Τον δεσμοφύλακά μου!
Την απάντηση παίρνει ο αέρας! *ΗΠΑ
(Έπεα πτερόεντα)
Μια απόδοση από το Blowing In The Wind του Bob Dylan.
Πόσες πρέπει κανείς να σεργιανίσει στράτες,
για να παραδεχτούν ότι έχει πλάτες,
και θάλασσες η περιστέρα πελαγιάσει
προτού στην αμμουδιά κουρνιάσει;
Πόσοι στα αυτιά μας φτερουγίζουν μύδροι,
πριν τους αφανίσουμε για πάντα οι ίδιοι…;
Η απάντηση, καλέ μου φίλε, είναι με λόγια που πετούν,
λόγια που άνεμος τα παίρνει και δεν ξαναγυρνούν.
Πόσο μπορεί ένα βουνό να ανδρειώσει,
πριν θάλασσα το καταπιεί και ξεριζώσει;
Πόσες ζωές μπορούν να αντέξουν ορισμένοι
χωρίς τη λαχτάρα πως ζουν λευτερωμένοι;
Πώς μπορεί τα μάτια άνθρωπος να στρέφει
και να υποκριθεί πως τίποτα δεν βλέπει;
Η απάντηση, καλέ μου φίλε είναι με λόγια που πετούν,
λόγια που άνεμος τα παίρνει και δεν ξαναγυρνούν.
Πόσες φορές κάποιος πρέπει να ατενίσει,
για να μπορέσει τον ορίζοντα να δει;
Τι αίσθηση εκείνος πρέπει ν’ αποκτήσει,
να αφουγκραστεί, του όχλου την κραυγή;
Πόσοι να σκοτωθούν ακόμα πρέπει,
κι έτσι πικρά ο ντουνιάς να βλέπει
πόσες ψυχές, έχουνε άδικα, χαθεί;
Η απάντηση, καλέ μου φίλε, είναι με λόγια που πετούν,
λόγια που άνεμος τα παίρνει και δεν ξαναγυρνούν.