Οι αντιφάσεις της θάλασσας, ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΚΑΙ ΘΗΡΑΣΙΑ


ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΚΑΙ ΘΗΡΑΣΙΑ – Οι αντιφάσεις της θάλασσας

Del libro de Ana Capsir Brasas MIL VIAJES A ÍTACA

          Μπορεί τα πιο όμορφα ταξίδια να ‘ναι ‘κείνα που ποτέ δεν ξεκίνησαν και οι πιο γαλάζιες θάλασσες εκείνες που ποτέ δεν διασχίσαμε. Γιατί η σύλληψη κι o σχεδιασμός του ταξιδιού είναι από μόνο του μια ζυμωμένη απόλαυση που κάνει πιο συναρπαστικό το αύριο. Αν ύστερα το σκηνικό μας απογοητεύσει δεν έχει και τόση σημασία γιατί όλοι ευελπιστούμε πως το καλλίτερο της ζωής μας θα το ζήσουμε στο αύριο αν και θα ‘πρεπε να το ονειρευόμαστε  από τώρα. Όμως, συνήθως η πραγματικότητα μας ξαφνιάζει και μας αφήνει άναυδους προσεγγίζοντας εκείνο που ποτέ δεν ελπίζαμε να προλάβουμε, αποκαλύπτοντας τόπους που ποτέ δεν τους είχαμε δώσει σημασία, κι άλλοτε σκοντάβοντας στις ίδιες πέτρες που δυο φορές σκοντάψαμε και μας μελάνιασαν αθέλητα τα δάχτυλα, εναποθέτοντας το κερασάκι στη τούρτα της επίστεψης.

Η καλντερα απο το πελαγος

     Η πρόθεσή μας δεν ήταν να επισκεφτούμε την Θήρα – Σαντορίνη ή Αγία Ειρήνη όπως την ονόμαζαν οι Βενετσιάνοι, την Καλλίστη που την έλεγαν οι αρχαίοι για την ομορφιά της η τη Στρογγύλη για το προγονικό σφαιρικό της σχήμα. Το πιο φωτογραφισμένο νησί του κόσμου.

     Η αλήθεια είναι πως η Σαντορίνη δεν είναι ένα νησί αλλά ένας κόσμος μοναχή της με κάμποσους δορυφόρους ανεξάρτητους ολόγυρά της, τριγύρω απ’ εκείνη τη καλντέρα που βρίσκεται σ’ αδιάκοπη αναταραχή.  Δεν θέλαμε να πάμε γιατί φανταζόμαστε τις ατέλειωτες ορδές των τουριστών πατώντας τα σοκάκια της, τα “chill out”, τις μπουτίκ με τα φρουφρού φορέματα της πιο ύστατης μόδας… Δίχως να ξεχνάμε τα νεόνυμφα ζευγαράκια των κινέζων που ταξιδεύουνε στη Σαντορίνη μόνο και μόνο για να καλλωπίσουν το γαμήλιό τους άλμπουμ.

     —Μη πάτε! Μου ‘πε κάποιος. Είναι γεμάτο  ανθολελούδια τούλινα, και ζευγαράκια με σέλφι στικ και τρίποδα.

     Απ’ την άλλη μεριά, το να προσδέσεις στη Σαντορίνη είναι δύσκολη επιχείρηση μιας και διαθέτει μόνο μια τοσοδούλικια μαρίνα στη νότια πλευρά, ανάβαθη κι ολιγοθέσια. Η επιλογή της αγκυροβόλησης στο χώρο της καλντέρας είναι ακατόρθωτη λόγω του υπερβολικού βάθους πλάι στα τοιχώματά της. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως υπάρχουν μέρη που πρέπει να επισκεφτείς έστω για μια φορά, ακόμα κι αν δεν προσεγγίσεις κι ένα απ’ αυτά είναι να ιστιοπλοείς κάνοντας κύκλους ανάμεσα από ένα πελώριο ηφαίστειο.

     Η Σαντορίνη είναι μια από κείνα τα γήινα αριστουργήματα που αναγκαία πρέπει να φτάσεις απ’ το πέλαγος αν θες να εξακριβώσεις το χαρακτήρα της. Είναι πράγματι συναρπαστικό να εισχωρήσεις σιγαρμενίζοντας σ’ αυτή τη σταχτόμαυρη χύτρα και να σεργιανίζεις πάνω κάτω σιμά σε κείνη τη βραχοσειρά που μοιάζει με σαπισμένους γομφίους ενός γίγαντα θαλασσινού.

     Με παραξένεψε μόνο που συνάντησα δεκάδες από καταμαράν με εκδρομείς, κάτω από μια εκκωφαντική ξένη μουσική, να πηγαινοέρχονται από τη μαύρη παραλία στην άσπρη και ξανά στην μαύρη και όλο ξανά απ’ την αρχή. Με συγκινούσαν περισσότερο εκείνα τα παλιά χρωματιστά καΐκια με τα στριγκά νησιώτικα άσματά τους. Μα οι καιροί αλλάζουν τι να κάνουμε. Φαίνεται πως κάτι ιογόνο κουβαλάει ο τουρισμός και μας το μεταδίδει. Αυτοί που έφτασαν εδώ ψάχνοντας ένα μοναδικό κι αυθεντικό θέαμα στο τέλος επαναλαμβάνουν τα ίδια που αφήσαν στις χώρες τους. Ο ανελέητος νόμος προσφοράς και ζήτησης, τους προσφέρει τα ίδια ξανά και ξανά, αναμασημένα, αφήνοντας στο περιθώριο την αυθεντικότητα ή την μοναδικότητα.

     Όταν πια κρίναμε πως τέλειωσε ο χρόνος των κυκλικών περιστροφών γύρω απ’ τον κρατήρα κι έπρεπε να βάλουμε πλώρη γι’ άλλους ορίζοντες ζυγώσαμε στη Θηρασιά, ένα σύντριμμα απ’ τη Στρογγύλη, απ’ όταν θρυμματίστηκε σε χίλια δυο κομμάτια κι αυτό θρονιάστηκε σαν πετροκάραβο στη βορειοδυτική μεριά της περιμέτρου.

     Το ζήτημα είναι πως δίχως να το θέλουμε χαζεύοντας τα πλοιάρια που ερχόταν από τη Σαντορίνη γεμάτα τουρίστες που ‘θέλαν να περάσουν τη μέρα τους στις ταβερνίτσες, σπαρμένες στα ριζά του γκρεμνού, συναντήσαμε μια σημαδούρα όπου μπορούσαμε να δέσουμε το σκάφος με ασφάλεια κι έτσι αποφασίσαμε να αναρριχηθούμε απ’ την ατέλειωτη πετρόσκαλα ως τη Χώρα.

     Απ’ τη πρώτη στιγμή ένοιωσα πως η Θηρασιά έμοιαζε με μικρογραφία της Σαντορίνης.   Παρόμοια διευθέτηση για την κατοίκηση των ίδιων βράχων από λάβα, η ίδια κοπιαστική πετρόσκαλα, το ίδιο και οι σταχτιές και κοκκινόχρωμες πέτρες διασπαρμένες παντού. Η Χώρα, παρόμοια ασπρισμένη, κρεμόταν απ’ το σκοτεινό βάραθρο κι ήταν καραβάνια τα γαϊδουράκια που ανεβοκατεβαίναν. Αν και υπήρχε κάτι ασυνήθιστο σ’ αυτό το ξεχασμένο από το μαζικό τουρισμό νησάκι γιατί τα γαϊδουράκια μετέφεραν φορτία στερεότυπα από ζαρζαβατικά και σύνεργα, ή κάτοικους του νησιού που δεν διέθεταν άλλο μέσο παρά να καβαλήσουν στο γομάρι για να μη βαλαντώσουνε στ’ ανέβασμα.

     Η Χώρα ήταν όμορφη, δίχως νεωτερισμούς, με τα σπίτια χρωματιστά, ξεπλυμένα, κι   οι εκκλησίες δυσανάλογες χωρίς γραφικά καμπαναριά. Κουλουριασμένες οι γάτες στα γιατάκια κι αδέσποτα σκυλιά ξυνόταν ψάχνοντας ψύλλους στα αχαμνά κορμιά τους, ανασκελωμένα κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό. Η καπνισμένη τσιμινιέρα του φούρνου φαινόταν από μακριά και για να φτάσεις ως εκεί έπρεπε κάποιος να σε συνοδέψει για να διασχίσεις την αυλή του γείτονα. Το μανάβικο σου προκαλούσε ίλιγγο κι έτρεχες τον κίνδυνο να κατρακυλήσεις ως κάτω αντάμα με τις ντομάτες αναπηδώντας σαν το τόπι ανάμεσα από κοπάδια εριφίων. Για να αγοράσεις ντόπιο κρασί έπρεπε αναγκαστικά να περπατήσεις μέχρι το διπλανό χωριό ψάχνοντας τον οινοπαραγωγό παπά καθώς τα γαϊδούρια σε παίδευαν και σου ‘κόβαν το δρόμο ψαχουλεύοντας τις τσάντες σου. Ήταν η Θηρασιά αλλιώτικη απ’ τη μεγάλη αδερφή της που στεκόταν αγέρωχη εκεί απέναντι, όπως στα εξώφυλλα των πιο φημισμένων περιοδικών ή στα σενάρια αμέτρητων κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ.

Οία, το λιόγερμα της “μάγας”.

     Σ’ αυτά τα μικρονήσια όταν βρίσκεσαι θρονιασμένη στη κορυφή η θέα σου πιάνει όλο τον ορίζοντα. Η ανατολή κι η δύση απέχουνε όσο ένα γύρισμα του κεφαλιού. Στα ανατολικά, ο κρατήρας στητός σε προσκαλούσε να κατρακυλήσεις απ’ τις κατακόρυφες σκάλες του ώσπου να βυθιστείς στα κατάβαθα και ζοφερά νερά του. Πιο κει η Θήρα σαν  αντικαθρέφτισμα οπού κοιτάζοταν η Θηρασιά, και πιο ‘κει στη δύση, μια γλυκιά βουνοπλαγιά με ήμερα μονοπάτια φιλικά και πλούσιες φυτείες, σ’ έφερναν σ’ άλλα νερά μιας θάλασσας γαλήνιας, γαλάζιας.

     «Από τι πάστα είναι φτιαγμένοι αυτοί οι άνθρωποι;»

Ξεροκέφαλοι κι ατίθασοι δίχως αμφιβολία, κι όπως μια μέρα φτάσανε για να κατοικήσουν ένα ηφαίστειο σήμερα αρνούνται να πουλήσουν τη ψυχή τους στον εωσφόρο του τουρισμού. Ή σφάλω κι είναι απλά, μόνο μια  σύμπτωση; Θα ‘πρεπε να περάσω λίγους μήνες εκειδά, μαζί τους, για να το μάθω στα σίγουρα.

     Έπεφτε η νύχτα. Τ’ αμέτρητα καταμαράν, —πλοιάρια και ιστιοφόρα— άρχιζαν να μαζεύονται μπροστά στη βορειοδυτική πούντα της Σαντορίνης, κάτω απ’ την Οία για ν’ αγναντέψουν το περιβόητο ηλιοβασίλεμα, το καθημερινό στεφάνωμα του βασιλιά των άστρων. Μονάχα τ’ αλμυρό νερό χώριζε το ‘να βασίλεμα απ’ τ’ άλλο, μονάχα η θάλασσα δικαίωνε κόσμους τόσο  αλλιώτικους.

     Κατεβήκαμε τα σκαλιά τυλιγμένοι σε μια απόλυτη σιγή, στοχάζοντας για συμβάντα αναπάντεχα. Όταν φτάσαμε στη καλντέρα δεν έμενε ψυχή και το τελευταίο γαϊδουράκι μας είχε μόλις λίγο πριν συναπαντήσει…

     «Για δες! Αναλογίστηκα. Είναι καταπληκτικό πώς η ίδια θάλασσα μπορεί να σκαρώνει τέτοιες αντιφάσεις!…

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.