έ, de engaño.
Ραψωδία ε’. Μιά νοητή παρένθεση…
Πέρασε τη παλάμη απ´ το μέτωπο κι άγγιξε το ζεστό ρυάκι, που έτρεχε μπόλικο ανάμεσα απ’ το νοτισμένο φρύδι κι ύστερα έδινε ένα μικρό σάλτο και χανόταν ξανά κάτω απ´ το πνιχτό μουστάκι… “Η αρμύρα που καταπίνω είναι αίμα”, ξεφώνισε, σαν να του ‘βαζαν στριβωλιστά στη καρδιά το σουγιά. Έκαμε να σηκωθεί μα τα πόδια δεν ακολουθούσαν, κι ο πόνος στο κεφάλι έστελνε ανταύγειες και σπινθήρες στην εγκεφαλική μάζα, που από μόνη της δεν ήταν άξια να συνδέσει τα γεγονότα, έτσι όπως αχνά και μπερδεμένα δρασκέλιζαν την ίριδα.
Με μιά τελευταία προσπάθεια στάθηκε στα τέσσερα, γαντζωμένος με τα μπροστινά σ´ αλάξευτο βράχο, αιχμηρό απ’ το σμίλευμα των κυμάτων, και γεμάτο σχισμές, απ’ όπου ξεπρόβαλαν ακατάστατα ροζιασμένες ρίζες από κάποιο ανύπαρκτο δενδρύλλιο, που δεν παρουσίαζε ούτε κορμό, ούτε φύλλωμα, ούτε άνθη…
Άκουγε κάπου ξέμακρα κοριτσίστικες φωνές και χαχανητά και ήχους από το θόρυβο που προκαλεί η κόψη της παλάμης όταν έρχεται σε επαφή με ένα τόπι! ” Νεράιδες!”, Σκέφτηκε. Άραγε είμαι πια πεθαμένος, κι ήρθαν να με μαζώξουν χοροπηδώντας τα διαολοκόριτσα! “Ήμαρτον,”…
Πεταμένος έτσι πάνω στα βράχια, και με τ´αλμυρίκια να του σκεπάζουν το μισόγυμνο κορμί, δεν ήξερε γιά, να κρυφτεί ή να φωνάξει βοήθεια. Μα ούτε καν γνώριζε που βρισκόταν, αν ήταν ναυαγός ή θύμα κατρακύλας ή μεθυσμενάκι όπως κάπου κάπου κατέληγε, έτσι για να διώξει την ανία. Ντρεπόταν μήπως του συνέβαινε ακριβώς αυτό, το τελευταίο, και τον παράπαιρναν οι κοπελιές και γινόταν ρεζίλι. Αλλά, κι αν δε ζητούσε βοήθεια, τι θα ‘μελε να περιμένει, αφού ούτε τον τόπο αναγνώριζε, μήτε θυμόταν πως έφτασε, ούτε από που ‘χε έρθει.
Άρχιζε να τον λούζει ο ιδρώτας -ή το αρμυρισμένο αίμα- που δεν σταματούσε να ρέει, όταν άκουσε ένα ‘λαφρύ θόρυβο εκεiδά, κι ένοιωσε τις φυλλωσιές και τις ρίζες απ τους κρίταμους να τρίζουν στο μισολιπόθυμο μυαλό του. Σύρθηκε στο βράχο, νοιώθοντας τα ιμάτια του να ξανασκίζονται απ τις μυτερές εξοχές, και απιθώθηκε στο πλάι για να δει ποιος πλησιάζει. Θαμπά η νεανική σιλουέτα έπαιρνε σάρκα, οστά και μορφή. Η καρδιά του ταλαντεύτηκε βίαια κι μισάνοιξε το στόμα για να αρθρώσει δυο λέξεις:
-Αγιούτο, Αγιούτο!
Η στρουμπουλή νεαρή ξανθομάλλα, του χαμογέλασε και του απάντησε συνωμοτικά, μουρμουρώντας, σαν να νοιαζόταν μη τον πονέσει πιότερο στη κατάντια που βρισκόταν.
-Μην μιλάς, και μη φοβάσαι πατέρα. Τρέχω σαν τον άνεμο να καλέσω βοήθεια. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.
-Εντάξει, σ´ ευχαριστώ. Ποιά είσαι; Πως σε λένε;
-Ναυσικά! Η κόρη σου είμαι… -Αναφώνησε η νεαρή ξεμακραίνοντας με γοργά βήματα.
“Μ’ έριξε ο Φόρτικας, από κει πάνω τη γιδόστρατα αποκατουθειό! Αι το γομάρι, χάνομαι! Με τα κάνιστρα και το σαμάρι μαζί, πά’ στα βράχια. Τώρα θυμάμαι…”
Ήταν το τελευταίο που πέρασε από το τσερβέλο του, καθώς έχανε τις αισθήσεις, με το μισό κορμί γαντζωμένο στα βράχια και τ´ άλλο μισοπλέοντας στα ασπρισμένα κοπάδια του γιαλού.
Σαν σινεμά, στο ταλαιπωρημένο υποσυνείδητο του, άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία της ζωής του, το τελευταίο του ταξίδι, -πάνε δα τριάντα χρόνια-, από την αγαπημένη του Ωγυγία ως αυτό εδώ το νησί των Φαιάκων!
Έξω έκαμε ψόφο και έδινε χίλια ευχαριστώ στον βρετανό υποπλοίαρχο, που του ‘χε χαρίσει εκείνη τη μάλλινη χλαίνα και τις διπλόφοδρες παντούφλες, καθ’ όσο τους αποχαιρετούσε στο κατώφλι του μικρού φιλόξενου νοσοκομείου, στο λόφο του Καρμέλ, της αμφίκυρτης μικρονήσου Γκόζο, στο αρχιπέλαγος της Μάλτας. Ήτανε παραμονή πρωτοχρονιάς κι αύριο ξημέρωνε η πρώτη μέρα του χίλια εννιακόσια σαράντα ένα. Όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις, -εκεί που οι “λιτόρες” του Μουσολίνι είχαν αποτύχει-, έρχονταν οι αδιάλλακτοι Γερμαναράδες και τα ‘καναν όλα γης μαδιάμ. Πάλι καλά που έφτασε πάνω στην ώρα, εκείνη η Εγγλέζικη ναρκοθέτης και τους περίλαβε απ’ τη μισοβυθισμένη λέμβο. Πήγαινε ένας χρόνος ή παραπάνω, από τότε που ‘χαν αποκλείσει οι δυνάμεις του άξονα το μικρό αρχιπέλαγος και το σφυροκοπούσαν, προσπαθώντας να αποκλείσουν τη μεταφορά τροφίμων, στα συμμαχικά στρατεύματα της Αφρικής και των Βαλκανίων, που χρησιμοποιούσαν τη Μάλτα αλλά και την Κύπρο σαν σκάλα για τις επιχειρήσεις τους. Πρόσβλεπαν να εμποδίσουν τα δυο μικρά ανυπότακτα νησιά να παίζουν το ρόλο της νοσοκόμας των Άγγλων και των συμμάχων τους. Πάνω από είκοσι χιλιάδες κρεβάτια περίμεναν στα ομηρικά νησιά, τους τραυματίες των συνεχών θαλασσομαχιών στα γύρω πελάγη.
Αυτός είχε μόλις λίγους μώλωπες στο στήθος και στα πόδια και ένα ασήμαντο ράγισμα στην ωμοπλάτη, που έγινε η αιτία να τον στείλουν οι αρμόδιοι συνοδεία στο μικρό νοσοκομείο, ώσπου να γιάνει εντελώς. Το νεοκλασικό κτίριο, που φιλοξενούσε πριν το ψυχιατρείο του Μόντε Καρμέλ, διαμορφωμένο σε κοιτώνα τραυματιών πολέμου, αγνάντευε αγέρωχα και ψυχωμένα πάνω απ’ τον ήπιο λόφο τη θάλασσα, κι αλάργα, μακριά στο πέλαγος, όπως κι αν ευθυγράμμιζες μάντευες εύκολα τη σκιά απ’ το όμορφο νησί της λιόφυτης Κέρκυρας, το νησί του,
Καθώς, έξω, έσερνε ο αέρας μακρινές βροντές και συριγμούς από τους μύδρους και τα πυροβόλα, και τα ζύμωνε με το χιονόβροχο και τη σθεναρή παγωνιά του Γενάρη, στη ευμεγέθη σάλα του ψυχιατρείου, έτοιμη να υποδεχτεί τον αβέβαιο καινούργιο χρόνο, συμβασίλευε η κάλμα με τη θαλπωρή.
“Άραγε θα ‘χουν μάθει για το ναυάγιο;” Αναρωτήθηκε καθώς αναβίωνε, τις στερνές στιγμές του τορπιλισμού της συμμαχικής νηοπομπής, όπου έπαιρνε για πολλοστή φορά μέρος η βοηθητική υδροφόρος που ήταν ναυτολογημένος απ’ την αρχή της σύρραξης. “Πρέπει να βρω τρόπο να ειδοποιήσω την Αρετή, αν και ελπίζω, να με στείλουν γρήγορα στη πατρίδα!”
Τίποτε δεν γνώριζε για το κλοιό, που ‘χαν αρχίσει να στενεύουν επίμονα, γύρω απ’ τα νησιά, οι στυγεροί Τεύτονες. Ανακάτεψε τα ατίθασα ψαρά μαλλιά, που ‘χαν γκριζάρει τόσο πρώιμα, και κατέβηκε δυό δυό τα μαρμάρινα σκαλοπάτια για να προφτάσει το πρωτοχρονιάτικο καλωσόρισμα, πριν σκοτεινιάσει ο νους του απ’ τις αποθυμιές και τις λύπησες. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που είχε ναυτολογηθεί για να υπερασπιστεί την χώρα του…
Ο πόνος στο χέρι είχε υποχωρήσει και τώρα πια το χειριζόταν χωρίς δυσκολία. Πάνε τρεις μέρες που του αφαίρεσαν το νάρθηκα και είχε αρχίσει τις ειδικές ασκήσεις, που του ‘χε υπαγορέψει ο στρατιωτικός χειρούργος που διεύθυνε την ενότητα ελαφρών τραυματισμών και καταγμάτων. Αν και αυτή που τον καθοδηγούσε στις ασκήσεις και του έκανε καθημερινά τις αλλαγές, ήταν μια από τις τρεις εθελόντριες νοσοκόμες που διέθετε το τμήμα. Στις ελεύθερες ώρες της σπούδαζε φρενοπαθολογία, γιατί τ’ όνειρο της ήταν να παραμείνει στο Μόντε Καρμέλ, μετά το τέλος του πολέμου, βοηθώντας όλες εκείνες τις ιδιότυπες νεαρές υπάρξεις, που εγκατοικούσαν την δεξιά και ποιο απόμακρη πτέρυγα του ασύλου.
Η νεαρή νοσοκόμα ήταν λυγερή, καλόκαρδη κι αλέγκρα. Μεγάλα μάτια μελιά πλαισίωναν μια παστρικιά χλωμή πρόσοψη, και τα πυρρόξανθα σγουρόμαλλα της έπεφταν ασυλλόγιστα στους κροτάφους, και έφταναν φτιάχνοντας μπούκλες πάνω απ’ τους ευρείς της γνάθους. Ολάκερη η παρουσία της υπαινισσόταν σιγουριά, καλοπιστία, και θέληση, αλλά συγχρόνως πεποίθηση και προσήλωση σ’ όλα όσα πραγματικά την ενδιέφεραν στη ζωή. Και αυτός ο μεστωμένος “σταυροφόρος” αγωνιστής, ήταν αδιάψευστο ότι είχε τελειωτικά κερδίσει μια περίοπτη θέση στην καρδιά της.
Γρήγορα οι συμπονετικές επαγγελματικές φροντίδες, έδωσαν θέση σε μια περίεργη τρυφερότητα, κι από την τρυφερότητα πέρασαν στην φυσική έλξη και την ερωτική επιθυμία. Η ανάρρωση πήγαινε με αργούς ρυθμούς, και όλοι ήταν βέβαιοι ότι θα ‘ταν εντελώς αδύνατο να σκεφτούν οποιονδήποτε τρόπο επαναπατρισμού, μιας που οι Γερμανοί μετά το τέλος του Φλεβάρη, είχαν ασφαλίσει ασφυκτικά όλους τους διαύλους διαφυγής από αέρα και θάλασσα. Έτσι αν και συναισθηματικά υπέφεραν σιωπηλά, δεσμώτες των δεινών τους οι τραυματίες, ήξεραν τουλάχιστον ότι είχαν στη διάθεση τους ένα ζεστό φαί κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν μέχρι να αναρρώσουν. Έτσι κυλούσαν οι ώρες, οι μέρες, κι οι μήνες…
Πέντε μήνες μετά την είσοδο του στο “ψυχιατρείο”, και πλήρες αναρρωμένος από τα τραύματα του, του ‘δωσαν εξιτήριο, δυο αλλαξιές από τα πόδια ως τη κεφαλή, μπερέ, χακί τρενσκότ και σακάκι καρό, ένα ζευγάρι σαντάλια για το καλοκαίρι που σίμωνε, και δυό άρβυλα εφτά και μισό, εγγλέζικα. Δώδεκα λίρες οδοιπορικά με το εξιτήριο, και επτά σε κουπόνια για διατροφή και τσιγάρα. Του ζήτησαν μια διεύθυνση διαμονής κι ένα τηλέφωνο για λόγους ανάγκης. Δήλωσε την αντρέσα που του ‘χε σημειώσει η Ινώ στο πρόχειρο, και υποσχέθηκε να προσκομίσει, αν βρει, και τηλεφωνικό αριθμό, με τη πρώτη ευκαιρία. Έτσι κι αλλιώς θα μετακόμιζε μόλις στα εκατό βήματα, και όλοι ήξεραν ότι από εδώ και μπρος μπορούσαν να τον ανταμώσουν, όπου η Ινώ θα τριγυρνούσε.
Ο κλοιός της πανίσχυρης αρμάδας του άξονα, στο μικρό αρχιπέλαγος των σταυροφόρων, κράτησε μέχρι το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία. Στο μικρό νησί της Ωγυγίας, η λύτρωση είχε προφτάσει με την επιχείρηση pedestal συνοδεύοντας το κομβόι της Σάντα Μαρίχα, τον δεκαπενταύγουστο του σαράντα δυο. Η μεγάλη αλλά οδυνηρή επιτυχία των συμμάχων να ανεφοδιάσουν τα νησιά και να αποτρέψουν τον στόλος του Μουσολίνι, λύγισε σιγά σιγά το ζυγό που σχεδίαζαν οι μελανοχίτωνες σε βάρος του μικροπελάγους. Τα νησιά ανάσαναν, για πρώτη φορά μετά από τρία ολόκληρα χρόνια, καθώς η καθημερινότητα άρχισε να παίρνει τη θέση της αγωνίας και του φόβου. Καΐκια και φορτηγά, αν και με μεγάλη προφύλαξη, άρχισαν να φτάνουν και να αποπλέουν από τα λιμάνια, μεταφέροντας εφόδια, τρόφιμα και λιγοστούς επιβάτες. Ένα Ελληνικό εμπορικό καράβι αγκυροβόλησε στη ράδα του λιμανιού την άνοιξη, κι έμεινε εκεί δυο τρεις βδομάδες πριν να βάλει πλώρη για τη νότια Κρήτη, κι ένα εγγλέζικο καταδιωκτικό σάλπαρε, μπαίνοντας το καλοκαίρι, με κρυφές εντολές για κάποια ανιχνευτική αποστολή κάπου στη Πελοπόννησο. Αφού κανείς δεν σκέφτηκε να τον ειδοποιήσει, ούτε κι αυτός έκανε το παραμικρό για να αλλάξει την νεοσύστατη οικογενειακή του κατάσταση. Είχε δημιουργήσει μια λατρευτή καινούργια οικογένεια σ’ αυτό το φιλόξενο νησί, που θύμιζε σ’ όλα του νοσταλγική ελληνική νοοτροπία.
Η Ινώ, εκτός από παραδεκτή καλλονή ήταν αγόγγυστη και υγιέστατη και τον πρώτο κιόλας χρόνο έφερε στον κόσμο, ένα στρουμπουλό κι αφράτο μωρό, που ζύγισε τρία κιλά κι ογδόντα γραμμάρια. Το έταξαν στη Σάντα Μαρίχα κι ορκίστηκαν να το βαφτίσουν με το που θα τέλειωνε ο πόλεμος κι ανάσαναν όλοι ελεύθεροι, μετά από τόσες κακουχίες. Εκείνος κρατούσε μια νοερή έκπληξη για την ίδια μέρα. Θα της ζητούσε, εκλιπαρώντας την ταπεινά, να γίνει η σύντροφος της ζωής του, για πάντα!
Η Ινώ συνέχιζε με τη δουλειά της στο ίδιο τμήμα τραυματολογίας, μόνο τα πρωινά, γιατί απ’ το μεσημέρι κι ως τις πέντε έκανε την ειδικότητα στη πτέρυγα ψυχιατρικής, που τώρα είχε ανάγκη παραπάνω χέρια από όσα υπήρχαν. Είχε γραπτή πρόσκληση από τη πανεπιστημιακή κλινική της πρωτεύουσας για μια μόνιμη θέση, όταν το κτίριο επανέρχονταν σε πλήρη λειτουργία, μετά την καταστροφή του από τις βόμβες και τους όλμους. Εκείνος είχε πιάσει μεροκάματο, όχι τίποτα ιδιαίτερο γιατί τα βαλάντια δεν έφταναν για λούσα, στον ταρσανά, που ‘ταν δίπλα στη μπούκα του λιμανιού, όπου επισκεύαζαν όπως μπορούσαν μικρολαμαρινοδουλειές σε μικρά βοηθητικά, και καλαφατίσματα και μαραγκοδουλειές σε μεταφορικά και ψαράδικα καΐκια. Με τον καιρό, αφέθηκε στην απολαβή, την απόλαυση, και τη λήθη. Ξεχάστηκε! Μια παράξενη αίσθηση άρχισε να τον συνεπαίρνει… “Που πήγε η παλιά μου ζωή;” “Όλοι με έχουν για πεθαμένο”, γνωμάτευσε κυνικά… “Πέρασε τόσος καιρός! Κανείς δεν θα μ’ έχει αποζητήσει. Όλοι με έχουν για πεθαμένο! Τώρα η ζωή μου είναι εδώ.” Κατέληγε πάντα έτσι τους συλλογισμούς του, μέχρις ότου κάποια μέρα ασήμαντη, ο ισόθεος Χωροχρόνος, του αφαίρεσε εντελώς τη νοσταλγία και τη θύμηση…
Στις δώδεκα Σεπτέμβρη του σαρανταπέντε, στο αμερικανικό θωρηκτό Μισούρι που κυβερνούσε ο ναύαρχος Νίμιτς, υπογράφηκε το τέλος του ποιο ανεγκέφαλου και ολοκληρωτικού πολέμου. Επτά μήνες μετά, το ίδιο θωρηκτό, κατέπλευσε στον όρμο του Φαλήρου για να αποδώσει τιμές στον αιματοβαμμένο ελληνικό λαό. Τα συμβάντα γεννιόταν, πλάθονταν, βλάσταιναν, ωρίμαζαν και μαράζωναν δίχως να τους αγγίζουν. Αυτός είχε πάρει θέση καραβομαραγκού, στο πλάι του Μπόση, και η Ινώ είχε αφοσιωθεί ασυμβίβαστα στην φρενοπαθολογία. Το μικρό, αλλά πολυάνθρωπο, αρχιπέλαγος είχε ανακτήσει τη ζωτικότητα και τη διάθεση που του ‘χαν κλέψει οι μισητοί εισβολείς του τρίτου ράιχ.
Η λίστα των αγνοουμένων, στο ναυάγιο της εικοστής ενάτης Δεκεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα στη νότιο Μεσόγειο, έφτασε στο νησί ανήμερα πρωτομαγιάς. Ένα διπλόγραφο αναρτήθηκε, όπως ήταν λογικό, στο πίνακα ανακοινώσεων, στο μικρό χολ της εισόδου του νοσοκομείου. Στη τέταρτη σελίδα, τελευταία σειρά, ανέφερε κατακάθαρα. “Πολύφημος Κ./Δίοπος/Ημ. Γεν. 16.06.1905/Τοπ. Γεν. Κορυφώ. Αγνοείτε η τύχη του από την 29η Δεκεμβρίου του1940. Τον αναζητούν οι γονείς του, η σύζυγος του, ο γιός του…” Δεν πίστευε στα μάτια της! Έστρεψε πάλι τη ματιά κι επανέλαβε τις λέξεις μιά μιά. Δεν υπήρχε αμφιβολία!… σύζυγος …γιός. Γιατί; Πού έφταιξε εκείνη; Ποιός κινούσε τα νήματα της ειμαρμένης; Τί θα ‘κανε τώρα μόνη; Δεν διάβασε την τελευταία σειρά… “Παρακαλούμε όποιον γνωρίζει…” γιατί ένοιωσε το κόσμο να βυθίζεται κάτω απ τα τρέμουλα πόδια της. Με τη ψυχή στο στόμα, και κρυφοκοιτάζοντας τριγύρω, έσκισε τη σελίδα τριπλοδιπλώνοντας τη, και τάχυνε το βήμα για να μη καθυστερήσει στη πρωινή της βάρδια.
Η Ινώ έκλαψε μέρες τη μοίρα της, κι άστραψε και βρόντηξε στη μοναξιά της, δίχως να τολμήσει να μοιραστεί την έγνοια της με κανέναν, ώσπου μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση της ζωής της. Αυτός ο άνδρας δεν της ανήκε. Ανήκε σ’ άλλον κόσμο, σ’ άλλη σύντροφο, σ’ άλλη οικογένεια και χώρα. Δεν είχε δικαίωμα να τον κρατήσει κοντά της ούτε μια στιγμή παραπάνω. Το βράδυ του Σαββάτου, εκεί που δειπνούσαν πνιγμένοι σ’ αυτή την σιωπή που τους περιστοίχιζε τις τελευταίες μέρες, η Ινώ έβγαλε από το κόρφο της τη μισοσχισμένη σελίδα, την ξεδίπλωσε προσεκτικά, την ίσιωσε, και την απόθεσε στο τραπέζι μπρος στα κατάπληκτα μάτια του.
-Πως μπόρεσες; Τόσα χρόνια…
-Ήθελα να στο πω κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε στιγμή, αλλά δεν βρήκα το θάρρος.
-Και τώρα; Αφέθηκε να τη κατακλύσουν οι λυγμοί η νεαρή γυναίκα.
-Αν μπορούσες να με συγχωρέσεις,… έγειρε αυτός το κεφάλι στο ξύλινο παραστάτη συντροφεύοντας τη στη γοερή της παράσταση.
Πέντε μέρες και πέντε νύχτες κράτησε ο θρήνος της Ινώς και τα πάθη του δίγαμου αμαρτωλού. Δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι ούτε μια απ τις νύχτες. Αυτός κατηφόριζε με το σούρουπο στο γιαλό, εκεί δίπλα στο καρνάγιο, και δεν αποτραβιόταν ως τα ξημερώματα όταν το ξενύχτι και ο καπνός απ τα σέρτικα του τσάκιζαν τα βλέφαρα. Δεν ήξερε πως μπορούσε να φτάσει ως το τέλος, να ‘βρισκε το δρόμο του γυρισμού στο καθήκον και την συζυγική οφειλή, ή την απόλυτη ηδύτητα που του ‘χε φυλάξει ο παντοδύναμος να ζήσει, δίπλα σ’ αυτή την πανέμορφη σειρήνα της θάλασσας που με πάθος αγαπούσε. Εκείνη, δεν μπορούσε ακόμη να αφομοιώσει το αναπάντεχο γεγονός, και αναρωτιόταν, αν θα ‘πρεπε να αναθεματίσει τη μέρα που το ναυάγιο της έφερε κοντά το μεγάλο έρωτα της ζωής της, ή την ημέρα που πληροφορήθηκε τον άθλιο εμπαιγμό στον οποίο είχε πέσει αναπάντεχο θύμα. Όμως η μεγαλόκαρδη κόρη της Ωγυγίας δεν έτρεφε αυταπάτες κι έτσι πήρε την λυπητερή απόφαση να συγχωρήσει, να συντρέξει, και να ξεπροβοδίσει- όπως θα ταίριαζε- τον μοναδικό άνδρα που ‘χε φτερουγίσει τη ψυχή της, ως το κατώφλι της επιστροφής στην άλλη, την άγνωρη αλλά πραγματική ζωή του.
Νωρίς νωρίς, την έκτη μέρα, πριν προβάλει η ανατολή, πήρε το μικρό αβάπτιστο απ’ το χέρι και ροβόλησε σίγουρη και αποφασισμένη μέχρι τη μικρή προβλήτα του αρσανά. Τον βρήκε εκεί με το πρόσωπο άφαντο στις δυο παλάμες, με το αποτσίγαρο αποτεφρωμένο ανάμεσα στους ρόζους των δακτύλων. Στάθηκε σιμά και του μίλησε θλιμμένα:
-Έλα σώπασε τώρα, άλλο μην απελπίζεσαι, μη βάζεις κι άλλο μαράζι στη ζωή σου. Δώσ’ μου το χέρι, είναι η ώρα της επιστροφής στην αληθινή ζωή σου!
Κι ακουμπώντας στον ώμο του, κρατώντας αγκαλιά το αμύρωτο παιδαρέλι, άρχισαν ν ανηφορίζουν τη πλαγιά ως το κεραμιδοσκέπαστο κοντινό χαμόι που τους είχε στεγάσει πάνε τώρα πάνω από πέντε ολόκληρα χρόνια.
-Σκέφτηκα πως μπορούμε να μεταχειριστούμε εκείνα τα χρήματα που σοδιάζαμε για τη βάφτιση και το γάμο, για να μπορέσεις να γυρίσεις στο τόπο σου.
-Αυτό ποτέ! ξέσπασε σε ακανόνιστα κλάματα. Δεν είναι δίκιο.
-Τώρα είναι αργά, για μετάνοιες και τύψεις. Άλλο θεό λατρεύουμε οι δυό μας κι ο δικός σου λάθος εκτίμησε…
-Τι μπορώ να πω, τι θες να κάνω, θα κάνω ότι μου πεις.
-Πάρε αυτά τα χρήματα, Είναι αρκετά. Μίλησα με τον ιδιοκτήτη του νεωρίου. Έβγαλε στο πλειστηριασμό ένα μπότη σε καλή κατάσταση. Είναι παλιό το σκαρί κι έχει κάποιες φθορές στο κοράκι και το ποδόστημα. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω καλά αυτά, αλλά όπως μου ‘πε ξεπερνάει τα επτά μέτρα και πιστεύει ότι σιγά σιγά και με καλό κουμάντο θα σε πάει ίσια στη Κορυφώ, αν βοηθήσει ο καιρός και φυσήξει καλοσυνάτη η όστρια. Διαθέτει και ένα μικρό κινητήρα αλλά δεν του ‘χει και τόση εμπιστοσύνη, παρά μόνο να ‘νε αχρείαστο σε καμιά πολύωρη απανεμιά.
-Ένα τρεχαντήρι, μονοκάταρτο; Απόρησε. Και με πανιά; Θα πρέπει νάνε σαράντα τόσο χρόνων. Δεν ξέρω πως θα τα καταφέρω μόνος μου. Θα αντέξει κάπου τετρακόσια μίλια ως τους Ερμόνες;
-Δεν έχεις άλλη λύση. Δεν πρέπει να μάθει ποτέ κανείς ότι έχεις κάνει μιαν άλλη οικογένεια. Ότι έζησες αλλού μια δεύτερη ζωή. Σκέψου ένα ψέμα, πλάσε ένα μύθο, μια ιστορία, και διέδωσε τη. Πες πως ήσουν πλανεμένος, με τα συλλογικά χαμένα, τη μνήμη ξέθωρη… Ότι δεν ήξερες ποιος ήσουν και από πού ερχόσουνα! Τι αξία θα ‘χει ένα σου ακόμα ψέμα!
Σε πέντε μέρες το καΐκι ρίχτηκε στο γιαλό. Σενιαρισμένη η στείρα και μανταρισμένα τα φέλσα των ιστών. Οι λίγοι φίλοι, οι συνάδελφοι και οι επίδοξοι μελλοντικοί μνηστήρες της λυγερόκορμης Ινώς γέμισαν το μπαλαούρο με εφόδια ως τα μπούνια. Φρεσκοζυμωμένα καρβέλια, βαρέλια με νερό, κόκκινο κρασί και δυό ξύλινες κασέλες με καπνιστό, παντσέτα και λακέρδες. Πόστιασαν δυο τρία μπιτόνια πετρέλαιο, σκαρπέλο, σέγα και ροκάνι, μια αφράτη κουβέρτα και καθαρά σεντόνια. Η Ινώ του φύλαγε ένα σεντούκι με ρούχα, καθημερινά και αλλαξιές γιορτινές και ένα ζευγάρι καινούργιες αφόρετες γαλότσες….
Το καΐκι φαινόταν καλοτάξιδο. Ήταν καλοφτιαγμένο κι είχε δικό του χαρακτήρα. Στην αριστερή μάσκα εκεί που χανόταν το ζωνάρι, ο μικρόσωμος πρωτινός του κάλφας, κρεμασμένος απ το παλάγκο, χάραξε με γαλάζια γράμματα πάνω στο λευκό φόντο το όνομα του, Καλυψώ! Μετά ράντισε το κατάστρωμα με λευκό κρασί απ τον ασκό του και ξεφώνισε μ’ όλη του τη δύναμη. “Καλοτάξιδη να ‘σαι Καλυψώ!” Και γυρίζοντας στην Ινώ της έστειλε ένα φιλί με το χέρι. “Καμαρωτή σαν εσένα κυρά, ολόκορμη και αγγελοψυχωμένη, ταίρι δεν θα ‘χει στη μεσόγειο…” Τα ‘χε τσούξει λιγάκι αλλά όλοι γέλασαν κι έγνεψαν καταφατικά γιατί χωρίς καμιά εξαίρεση ήταν όλοι τους σαγηνευμένοι με την ξανθομάλλα θνητή “μάγισσα”.
“Δεν θα της άξιζα ποτέ!” Ψιθύρισε ντροπιασμένος ο πλοηγός. “Μακάρι η ζωή να ‘χε διαφορετικά ταξίδια και κάθε ένα να ‘χε το δικό του τέλος! Γεια σ’ όλους φίλοι μου, ποτέ δεν θα σας ξεχάσω” Και ξαμολώντας τη μπαρούμα σαλτάρισε στη κουβέρτα αφού πρώτα φίλησε σταυρωτά ατέλειωτες φορές το μικρό του γιο και έσφιξε με απελπισία την Ινώ, στην τετράφαρδη αγκαλιά του. Τα δάκρυα, σαν ψιχάλες χιονόνερου διάπυρες και διαμαντένιες, ανέβλυζαν σαν σύννεφο μες απ τις κορυφές των αμαδρυάδων. Ήταν αδύνατο να ξαναζούσε τέτοια παρόμοια στιγμή, αποκαλυπτική και αβάσταχτη στην πολυτάραχη ζωή του.
Το καΐκι ήταν καλοπλεούμενο και το σκαρί του γερό και μαστορεμένο. Το ‘νοιωθε να λυγίζει τα κύματα με αυτοπεποίθηση και αυθάδεια. Τον κρατούσαν άγρυπνο κάποιοι ενδοιασμοί, κάθε που έπεφτε το σούρουπο, κι έπρεπε να κρατάει σταθερά τη πορεία αλλά και να ξεκουράζεται λίγο, γιατί αλλιώς ο ύπνος τον νικούσε και δεν ήθελε να μείνει έρμαιο στη μέση της μεσογείου. Την ήμερα προσπαθούσε να κουμαντάρει με τα πανιά κι όταν ο βοσκός πέρναγε στην δεξιά μάσκα κυνηγώντας τις αρκούδες κι αυτές σκερτσόζικα κλωθογυρίζανε τον Ωρίωνα, μουδάριζε, άφηνε αναμμένη τη μηχανή στο ρελαντί κι σιγούρευε το πηδάλιο για να κρατάει τη πλεύση λάσκα. Ήξερε πως αυτό θα τον καθυστερούσε κατα τί, αλλά διέθετε όλο το καιρό του κόσμου. Τι ήταν αυτό μπροστά στη ζωή που είχε ήδη χάσει! Ήταν και τυχερός γιατί η όστρια είχε σμίξει με τον απόσπερο κι έπνεε πρύμα και σιγαλά. Σε λίγο έπιασε απανεμιά και για λίγες στιγμές η αλαζονική “Καλυψώ” άρχισε να τσιρίζει κάτω απ’ το μπαϊλντισμένο λίκνισμα των κυμάτων. Έκαμε να γυρίσει στο πλάι, όταν εκειδανά που αγνάντευε, αναμεσής δυο ψηλωσιές απ τη ρεστία, σαν να του φάνηκε ότι αντίκρισε ένα κομμάτι από στεριά. Έκλεισε τα μάτια απολαυστικά κι ο νήδυμος που καιροφυλακτούσε τον αιχμαλώτισε χωρίς καμιά αντίσταση, καθώς αχνογελούσε ανακουφισμένος… “Ουφ! Επιτέλους”
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, έτσι υπνωτισμένος όπως είχε μείνει, όταν ξαφνικά ένοιωσε μια σκυθρωπή και σκούρα σκιά να κατακλύζει το κατάστρωμα, το πρόστεγο, και τους ιστούς. “Νύχτωσε ξανά.” Σκέφτηκε, και δρασκέλησε το κουβούσι να ετοιμάσει κάτι για το δείπνο και να σενιαριστεί μιας που αύριο με το πρωινό θα ‘πιανε λιμάνι. Άδραξε τη λυχνία και έκαμε να γυρίσει στη κουβέρτα, ανεβαίνοντας τη μικρή σκαλωσιά που έβγαζε στο καμπούνι. Δυο τρεις χονδρές στάλες του ‘σκασαν ηχηρά στο κούτελο και δρόλαπας του ανασήκωσε τα ανάκατα μαλλιά. Πρόβαλε στο πλατύσκαλο την ώρα που στο βάθος του ορίζοντα ένας ασημόχρωμος κεραυνός έσκιζε στα δυο την αφρισμένη θάλασσα.. “Άτιμη θύελλα! Σε λίγες στιγμές θα ‘ρθει τα πάνω μου…” Έλυσε τη σκότα και λάσκαρε τη μαΐστρα όπως μπόρεσε. Μετά κατέβηκε στη μηχανή και κατέβασε στροφές μέχρι να νοιώσει το σκαρί να ανακουφίζεται σαν μωρουδέλι στη κούνια του. Αναπλώρισε και σταθεροποίησε το πηδάλιο να μη παίρνει πολλά μπόσικα. Μετά ανέβηκε να ρίξει μια ματιά που βρισκόταν αυτός και που βρισκόταν ο δαίμονας του. Δεν πρόλαβε να φτάσει στη μέση της σκάλας, όταν ένα βιασμένο τεράστιο κύμα σαλτάρισε απ την κουπαστή και του ‘ρθε καταπρόσωπα μ όλη του την οργή. Τον αγκάλιασε, τον τύλιξε στο υδάτινο κορμί του και τον πέταξε ξανά στο βάθος της κουκέτας σαν φλούδι. Έχασε τις αισθήσεις λίγο πριν συνειδητοποιήσει ότι είχε φτάσει το τέλος του και προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε ότι δεν ήταν κάτι που τον τρόμαζε…
Έξω η θύελλα μαινόταν θανατηφόρα. Ο άνεμος γύριζε επίμονα, σαν το πουλάρι που το μαστιγώνει ο πεταλωτής, και βολόδερνε το τολμηρό σκάφος που συνέχιζε να αμφισβητεί το Βοριά. Οι αδιάκοπες βάναυσες επιθέσεις των δαιμονισμένων κυμάτων, σάρωναν ακούραστα την κουπαστή και παρέσερναν ότι έβρισκαν στο διάβα τους. Έσκουζε η καρίνα του ταλαιπωρημένου σκάφους κι οι αρμοί του ανατρίχιαζαν. “Μέχρι εδώ ήταν…”, αναλογίστηκε, καθώς είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του, προσπαθώντας να κρατηθεί στα ρέλια. Αναρριχήθηκε όπως μπόρεσε ως το κατάστρωμα και γαντζώθηκε στο τσακισμένο άλμπουρο. Η ορατότητα ήταν ανύπαρκτη, ο άνεμος λυσσομανούσε, η καταιγίδα είχε εστιάσει το μικρό πλεούμενο και το σκοτάδι είχε καταπιεί την ίδια τη θάλασσα. Η στεριά και η διάσωση του, φαινόταν αλαργινή ουτοπία…
Τη στιγμή που έπεφτε ο τελευταίος κεραυνός, τη στιγμή που το σκαρί κοβόταν στα δυο σαν ξερό αποκλάδι, τη στιγμή που ένοιωσε την αγκαλιά του ωκεανού στο στήθος του, τη στιγμή που άρχισε να καταδύεται στα κάτεργα του Ποσειδώνα, την ίδια στιγμή που αγκάλιαζε απελπισμένος το σπασμένο ποδόστημα της Καλυψώς πριν του ‘ρθει λιγοθυμιά, ένοιωσε το χέρι της Ινώς, σταθερό, παντοδύναμο, στοργικό κι ασύνορο να τον ανασέρνει προς τη λυτρωτική επιφάνεια…
Άπλωσε τα χέρια να την αγγίξει, να τη σφίξει στο στήθος του και ένοιωσε στην αγκαλιά του αδειωσύνη, την ίδια στιγμή που ένα πελώριο κι αδίστακτο κύμα της θάλασσας τον πέταγε δίχως οίκτο στα απόκρημνα βράχια της ποθητής Κορυφούς…
-Αγιούτο, Αγιούτο!
Η στρουμπουλή νεαρή ξανθομάλλα, του χαμογέλασε και του απάντησε συνωμοτικά, μουρμουρώντας, σαν να νοιαζόταν μη τον πονέσει πιότερο στη κατάντια που βρισκόταν.
-Μην μιλάς, και μη φοβάσαι ξένε. Τρέχω σαν τον άνεμο να καλέσω βοήθεια. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.
-Εντάξει, σ´ ευχαριστώ. Ποιά είσαι; Πως σε λένε;
-Ναυσικά! Η κόρη του Αλκίνοου, βασιλιά της Σχερίας. -Αναφώνησε η νεαρή ξεμακραίνοντας με γοργά βήματα.
H Έβδομη ραψωδία από το βιβλίο στα ισπανικά LOS SUSTRATOS DEL ALMA.
Δημοσιεύτηκε στα Ελληνικά και στα Αγγλικά στο βιβλίο του Μέντορα ραψωδία ε’, Από την Ωγυγία στη Σχερία.