ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ ΠΟΥ Μ’ ΕΡΩΤΕΥΣΕ
Ένα Λευκαδίτικο χρονικό της ANA CAPSIR BRASAS
Στις 30 Αυγούστου του 1964 αναστατώθηκε η Λευκάδα. Όχλος διάβαινε κι ερχόταν, κι ανάμεσά του ένας δεκαοχτάχρονος που δεν σταματούσε να τρώει τα νύχια του. Είχε γεννηθεί στην Αμφιλοχία, στην αντίπερα ξέρα, αλλά σπούδαζε μουσική εδώ, στο νησί, και θεωρούταν ένας από τους πιο ταλαντούχους πιανίστες της γενιάς του. Είχε ανακοινωθεί η εμφάνισή του ανάμεσα απ’ άλλες εκδηλώσεις γιορτινές, αφιερωμένες στην τέχνη και τη λογοτεχνία που κάθε χρόνο οργάνωνε ο δήμος Λευκάδας. Εκείνος αισθανόταν ακμαίος, σίγουρος για τον εαυτό του. Είχε μελετήσει επιστάμενα τα κομμάτια που θα εκτελούσε όμως μια τελευταία ανακοίνωση, την τελευταία στιγμή, του ‘χε κάμει τα νεύρα θρύψαλα. Αυτός που καυχιόταν πάντα πως τα ‘χε ατσάλινα! Τι μπορούσε να προκαλέσει τέτοιον κόλαφο;
«Η μεγάλη Μαρία Κάλλας είχε δεχτεί να τραγουδήσει εκείνη την ίδια βραδιά στο νησί χάρη στην παρέμβαση του Ωνάση!»
…Κι όλοι οι καθηγητές του κι οι συμμαθητές, τον είχαν προτείνει σαν τον πιο ιδανικό για να συντροφεύσει τη μεγάλη Κυρία στο πιάνο. Ο νεαρός ονομαζόταν Κυριάκος Σφέτσας κι ύστερα από κάποια χρόνια θα εξελισσόταν σ’ έναν πολύφημο πιανίστα και σπουδαίο συνθέτη. Μα εκείνη όμως τη στιγμή το μόνο που του περνούσε από το μυαλό και του γινότανε κραυγή στα χείλη ήταν να ξεφωνίσει εκνευρισμένος:
—Μα είστε τρελοί;
Μια κοφτερή δαγκωματιά θρονιάστηκε στο στομάχι του για να μην τον αφήσει όλη τη μέρα. Κι έγινε ακόμα πιο ακονισμένη όταν συναντήθηκε με την ίδια Ντίβα —πρόσωπο με πρόσωπο— και κάποιος βιάστηκε να τον παρουσιάσει σαν τον πιανίστα που θα τη σιγοντάριζε στο ρεσιτάλ εκείνης της υπερβολικής νύχτας
—Κυρία μου… Χάρηκα πολύ, -έχασε τα λόγια του.
Αυτή του χαμογέλασε και πλησίασε κρατώντας στο χέρι μια παρτιτούρα, με τη διασκευή για πιάνο, της άριας “Voi lo sapete, o mamma” από την Cavallería Rusticana. Ο δόλιος Κυριάκος με βία μπόρεσε να κρατήσει το χαρτί στα τρεμάμενα δάχτυλα και γυρίζοντας στην ευγενική ντάμα την παρακάλεσε εκστασιασμένος…
—Θα ‘θελα να μείνω για μια στιγμή μονάχος.
Διευθύνθηκε σ’ ένα αχνόφωτο σοκάκι για να ρίξει μια ματιά σ εκείνη την γι’ αυτόν άγνωστη παρτιτούρα, ψαχουλεύοντας την έμπνευση, αγγίζοντας τις νότες με τα δάχτυλά του. Δεν εννόησε ποιος και πότε -θαρρείς με τρόπο υπερούσιο- τον συνόδεψε ως την σκηνή, μετά από κείνη την μεθυσμένη πάροδο του χρόνου, παραλυμένο από τη λιγοψυχιά και το φόβο που τον περίλουζε. Όμως η μεγάλη Κυρία τον έπιασε από τον ώμο και του χάιδεψε με τρυφεράδα τα μαλλιά. Η θεϊκή γοητεία της επέδρασσε σαν καταπραϋντικό πάνω του κι η καρδιά του ηρέμησε. Γαληνεψε. Πήρε την απόφαση να θυσιαστεί στο βωμό της σαγήνης της. Η πλατεία μετεωρίσθηκε από θάμα και η σιγή μαγική της στιγμής διαμελίστηκε ανάμεσα στο πλήθος, όταν αρχίσαν οι νότες να γλιστρούν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του πιανίστα. Απαλές, δίχως ενδοιασμούς, και κάθε φορά πιο έντονες, διασκορπίστηκαν στα πολύχρωμα δρομάκια προσκαλώντας τους κατοίκους να προβάλουν στις αυλές και τα μπαλκόνια.
Όταν η θεσπέσια σοπράνο άρχισε λεύθερη στον αέρα τη μελωδία της, γέμισε η νύχτα με απερίγραπτους ήχους μουσικούς κι ακούσματα καθώς τ’ ακροατήριο συγκρατούσε την ανασαιμιά. Στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στο λιμάνια και τα πλοία, φύλλο δεν κουνιόταν. Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε —πρόσθετα αρωματισμένη από τις κολόνιες των ζιγκολό της νύχτας— ήταν ανεπανάληπτη όπως αφηγήθηκαν ορισμένοι θεατές καλόβουλοι. Γιατί η Κάλλας δεν ήταν μόνο «ό,τι τραγουδούσε» αλλά «αυτό που με τη σιωπή της εξέφραζε», ο ηλεκτρισμός που εξέπεμπε όταν σιγομιλούσε κι ο κατακλυσμός στις καρδίες των θεατών που ταυτιζόταν με το τραγούδι της, έστω κι αν το εξέφραζε σε μια γλώσσα “οπεριστική”, ακατανόητη. Αυτών των θεατών που αναρίγησαν δίχως εξαίρεση όταν έφτασε η στιγμή να ακουστεί το…
—M’amò…l’amai! L’amai,ah!l’amai! *Μ’ αγάπησε…Τον αγάπησα, τον αγάπησα, αχ τον αγάπησα…
Κι ύστερα μαγευτήκαν κι αναστήθηκαν με το…
—Io son dannata. *Είμαι καταραμένη!
Λίγοι αντιληφθήκαν πως ήταν προαίσθημα της ίδιας της ζωής της εκείνες οι ελεγείες του Santuzza όταν πληροφορήθηκε πως ο άνδρας που αγαπούσε προτίμησε μια παλιά του ερωμένη, κι ένα πρελούντιο της συμφοράς εκεινής της Μαρίας ,από την ίδια όπερα που ψάχνει το ίδιο φινάλε όπως συνήθως καταλήγουν οι σιτσιλιάνικες τραγωδίες.
Μεταξύ όλων εκείνων των μαγεμένων θεατών υπήρχε ένας άνδρας λεγόμενος Πέτρος Μάλφης. Έμεινε τόσο θαμπωμένος που ‘φυγε τρέχοντας να πάει, να φτάσει στο σπίτι του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένα κλουβί κρεμόντανε στο τοίχο. Το ξεκρέμασε και το μετέφερε γοργά,, σκεπασμένο μ ένα σεντόνι, ώστε το πουλί που πετάριζε μέσα να μην φοβηθεί καθόλου κι ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα απ’ το πλήθος πλησίασε τη θεία Ντίβα. Της πρόσφερε το κλουβί μεσ’ απ’ τα ικετικά χέρια του, ανοιγμένα, και τράβηξε το σκέπασμα για να ξεπροβάλει μ’ ένα φτερούγισμα ένα μικρό καναρίνι που τους θώραγε με φλογισμένα μάτια.
—Αυτό το καναρίνι είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που ‘χω στο κόσμο. Κελαηδά σαν τους αγγέλους αλλά ο Κύριος δεν του δώσε τσερβέλο για να με συγκινεί τόσο όπως εσείς πετύχατε τούτο το βράδι. Δεχτείτε το σαν το πιο βαρύτιμο δώρο που δύναμαι να σας προσφέρω κι ελπίζω να σας τέρπει τη ζωή όπως έκαμε για μένα μέχρι τώρα.
Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που η Μαρία θα τραγουδούσε πάνω σε μια ελληνική σκηνή και η “ύφεση” της απαράμιλλης φωνής της που επήλθε είναι γνωστή απ’ όλους και επαναλήφθηκε μέχρι εξουθένωσης στα διάφορα “tabloids” της εποχής, σε άχρωμα φιλμ και άστοργες βιογραφίες. Αλλά κανένας δεν διηγήθηκε ποτές, ποια ήταν η τύχη και το ριζικό απ’ εκείνο το τυχερό και χαρισματικό καναρίνι. Εγώ υποθέτω πως θα κατέληξε σε κάποιο χρυσό κλουβί του Σκορπιού ή μπορεί και να ταξίδεψε στο Παρίσι κι εκεί φυλακίστηκε πίσω από ένα τεράστιο τζαμωτό με θέα στο Σηκουάνα ή ακόμα μπορεί και να ‘μεινε άλαλο δίχως κελάϊδισμα ή ποιος ξέρει, κάποια καλοσυνάτη ψυχούλα τ’ άνοιξε την χρυσαφένια καγκελόπορτα για να πετάξει ελεύθερο, να γνωρίσει τον κόσμο τραγουδώντας:
M’amò… l’amai! L’amai, ah! l’amai!
Αυτές είναι όλες οι φωτογραφίες που κατόρθωσα να συγκεντρώσω. Οι περισσότερες παρμένες από το lefkada.gr:
Και φυσικά θα ‘θελα να τελειώσω με το “lamento de Santuzza de la Cavalleria Rusticana”. Αν και το βίντεο εκτείνεται πιο πέρα από την άρια “Voi lo sapete, o mamma” που τραγούδησε η Μαρία στη Λευκάδα δεν θέλησα να το κόψω γιατί θα ‘ταν κρίμα. Γευθείτε το.
ΥΓ: Την είσοδο έπλεξα βασισμένη σε διάφορα αποκόμματα του τύπου κι ένα βίντεο με τη συνέντευξη στον Κυριάκο Σφέτσα πάνω στις εμπειρίες του. Ορισμένες φράσεις μπορεί και να ‘ναι ασαφείς συγκεκριμένα αυτές που προφέρει ο θαυμαστής με το καναρίνι αλλά τα γεγονότα έγιναν έτσι κι ακριβώς όπως διηγούνται έμπιστες πηγές.
Ana Capsir Brasas ciudadana honorable de Evgiros-Lefcada