¡Un nobel por cuatro suicidios!
Algunas veces no basta morir de viejo y que la muerte o el suicidio no te acechen… sino tener en tu ambiente el mismo sosiego que quisiera respirar el más dichoso.
Gabriela Mistral -de niña Lucila Godoy Alcayaga- cuando les abandonó el padre a los tres añitos, allá en el húmedo valle de Coquimbo en los pies de la cordillera, no pensaba ni la gloria que cosecharía ni los lamentos que la llevarían a la muerte- al final- por el ramillete maldito, el más voraz de mil enfermedades. Además, había perdido primero a su amor de la juventud, -el ferroviario Romelio Ureta-, ¡por un suicidio de honor! Años más tarde cuando la tacharon de pagana, la crucificaron de infamia -y un supuesto- adulterio con un hombre casado, el escritor Manuel Moure, y luego le colgaron -cierto o falso- enroscadas relaciones de lesbianismo dominante, …un doble suicidio la privó de dos de sus mejores amigos, el escritor Stefan Zweig y su joven esposa Lotte. Un año más tarde “Yinyin” su adorable hijo adoptivo se quitó también la vida a los 18, poniendo un broche atronador en la eminente pero atormentada vida de Gabriela.
Η Γκαμπριέλα Μιστράλ δεν πίστευε -στα τρία της χρόνια, όταν τους εγκατέλειψε ο πατέρας-, ότι η αρκετά εκτεταμένη ζωή της τόση όσο η κοιλάδα του Κοκίμπο στα πόδια των Άνδεων όπου γεννήθηκε, θα ‘χε τόσα σκαμπανεβάσματα και θα ταξίδευε από τη δόξα στις αποτυχίες με τόση συχνότητα. Ένα βραβείο Νόμπελ για τέσσερις αυτοκτονίες! Την πρεμιέρα της κακοδαιμονίας άνοιξε ο πρώτος εφηβικός της έρωτας. Για λόγους τιμής αυτοκτόνησε ο Ρομέλιο Ουρέτα κι έριξε την πρώτη σαϊτιά στην αρρενοπρέπεια της Χιλιανής ποιήτριας. Οι δύσκολες εκλογές της την έφεραν σ’ ένα απαγορευμένο έρωτα με τον συγγραφέα Μανουήλ Μούρα άνδρα έγγαμο και χρηστοήθη. Έτσι λένε οι «καλοθελητές» ότι ασπάσθηκε το σαπφισμό. Λες κι είναι κοσμοθεωρία ή παράβαση εντολής. Το δεύτερο πλήγμα ταξίδεψε στις ανησυχίες της από τη Βραζιλία. Οι αγαπημένοι της φίλοι, Στέφαν Ζβέιγκ και η νεαρή σύντροφός του Λόττε, έβαλαν τέρμα στις ζωές τους κάτω απ’ το φάσμα του ναζισμού. Πολλές φορές δεν κερδίζεται η ευτυχία με τη μακροβιότητα, αλλά με την ευγηρία. Η Lucila Godoy Alcayaga που υιοθέτησε το ψευδώνυμό της από θαυμασμό σε δυο ξένους βάρδους, σχημάτισε ένα τέταρτο σταυρό στις αποδημίες της με το χαμό του θετού γιου της που η ίδια φώναζε χαϊδευτικά «Γιν-Γιν», στα δεκαοχτώ του …μεσάζοντας ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος!
Ausencia
Se va de ti mi cuerpo gota a gota.
Se va mi cara en un óleo sordo;
se van mis manos en azogue suelto;
se van mis pies en dos tiempos de polvo.
¡Se te va todo, se nos va todo!
Se va mi voz, que te hacía campana
cerrada a cuanto no somos nosotros.
Se van mis gestos que se devanaban
en lanzaderas, debajo tus ojos.
Y se te va la mirada que entrega,
cuando te mira, el enebro y el olmo.
Me voy de ti con tus mismos alientos:
como humedad de tu cuerpo evaporo.
Me voy de ti con vigilia y con sueño,
y en tu recuerdo más fiel ya me borro.
Y en tu memoria me vuelvo como esos
que no nacieron en llanos ni en sotos.
Sangre sería y me fuese en las palmas
de tu labor, y en tu boca de mosto.
Tu entraña fuese, y sería quemada
en marchas tuyas que nunca más oigo,
¡y en tu pasión que retumba en la noche
como demencia de mares solos!
¡Se nos va todo, se nos va todo!
Αδειοσύνη
Μακραίνει από σε το κορμί μου, στάλα στάλα.
Σ´ άλαλη ελαιογραφία πάει το πρόσωπό μου,
φεύγουνε τα χέρια σε μπρίκι αλαργινό·
τα πόδια μου χαθήκαν σε διπλοκουρνιαχτό.
Μακραίνει από σε, μακραίνει απ’ όλους,
σαν σήμαντρο σβησμένο η λαλιά μου
για τ’ αύριο που φτάνει τρεμουλιάζει.
Κατοπτρισμοί που ξετυλίγονται και φεύγουν
σαΐτες μες στις σκιές των βλέφαρών σου,
όταν το βλέμμα στοχεύει κι απαρνιέται
μη σε ματιάσει η φτελιά και τ’ άγριο κυπαρίσσι.
Μακραίνω από σε, με τις δικές σου ανάσες:
και σαν αγιάζι απ´ το κορμί σου ξεθυμαίνω.
Με νύστα και μ´ αγρύπνια φεύγω και σ´ αφήνω,
και στις γλυκές σου θύμησες για πάντα ξεθωριάζω…
Οι αναμνήσεις -σαν κι αυτούς- με πλημμυρίζουν
που δεν γεννήθηκαν σε σύδεντρα κι αλάνες.
Αίμα ζεστό σε ροζιασμένα χέρια
που ‘μοιαζε με κρασί στο θαλπερό σου στόμα.
Στα βάθη της ψυχής που από πόθο καίνε
και στα χαμένα από χρόνια βήματά σου
του πόθου εκεινού που αντιλαλεί στη νύχτα
παράφορο πάθος στα έρημα πέλαγά σου.
Μακραίνουν όλα, κι όλα μακραίνουν!
Desvelada
Como soy reina y fui mendiga, ahora
vivo en puro temblor de que me dejes,
y te pregunto, pálida, a cada hora:
«¿Estás conmigo aún? ¡Ay, no te alejes!»
Quisiera hacer las marchas sonriendo
y confiando ahora que has venido;
pero hasta en el dormir estoy temiendo
y pregunto entre sueños: «¿No te has ido?»
Αγρύπνια
Τώρα που ‘μαι πριγκηπέσσα -και πρωτύτερα ζητιάνα-,
πως μ’ απαρνιέσαι τρεμουλιάζω σε κάθε σου σινιάλο,
κι ωχροκομμένη σ’ αρωτώ στης λήθης μου το νιρβάνα:
«Θα μείνεις μαζί μου ακόμα; Αχ, μη μου μακραίνεις άλλο!»
Θα ‘θελα να περπατώ σιμά σου με λάγνο χαμογέλιο,
τέτοια στιγμή να λογαριάζω, πίσω πως θα ‘ρχόσουν
μα φτάνει ο φόβος στ’ αποκοίμισμά μου σαν βαγγέλιο
κι αναρωτιέμαι: «Nα φύγεις μακριά μου δεν βιαζόσουν;»
Dame la mano y danzaremos
Dame la mano y danzaremos,
dame la mano y me amarás.
Como una sola flor seremos,
como una flor, y nada más. . .
El mismo verso cantaremos,
al mismo paso bailarás.
Como una espiga ondularemos,
como una espiga, y nada más.
Te llamas Rosa y yo Esperanza,
pero tu nombre olvidarás,
porque seremos una danza
en la colina y nada más…
Δώσ’ μου το χέρι κι ας χορέψουμε
Δώσ’ μου το χέρι να λικνιστούμε
ν’ αγαπηθούμε δώσ’ μου το χέρι
Σαν μονολούλουδο οι δυο να ζούμε
μοναχολούλουδο με δίχως ταίρι…
Τον ίδιο στίχο θα τραγουδούμε
όμοια τα βήματα στον ίδιο χορό
σαν ένα στάχυ να ανεμιστούμε
σαν στάχυ μονάχο δίχως ανθό…
Σε λένε Ρόζα και μένα Ελπίδα
μα τ’ όνομά σου θα λησμονήσεις
χορός σαν γίνουμε στην εσπερίδα
στον όχτο που ‘ζησες δίχως να ζήσεις.